ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Γυναικείες μορφές του Εικοσιένα -Ηρωίδες που έμειναν αθάνατες στους αιώνες

γυναικείες-μορφές-του-εικοσιένα-ηρωί-573480

Γ΄

Της Λίτσας Παρισάκη, Καθηγήτριας

Μαργαρίτα

Στ’ς Μακρινίτσας του παζάρι

Μαργαρίτα παληκάρι

κει πουλλοι’ ναι μαζουμένοι,

Μαργαρίτα παινεμένη.

Ούλοι οι καπιτανέοι

στα ουλόχρυστα ντυμένοι

κι στ’ ασήμια αρματουμένοι

κει στα ψ’λα τα παραθύρια

κάθουντι δυο μαύρα φρύδια

κι αγναντεύει του παζάρι,

πιόνι να καλέσ’νι βράδυ.

Να καλέσ’ νι του Μπασδέκη

με τ’ ουλόχρυσο γιλέκι;

Να καλέσ’ νι τουν Κατσούδα,

πούχει τη χρυσή τη φούντα;

Να καλέσ’ νει κι του Τάσιου,

του Τσαμή τουν Καρατάσιου;

Να καλέσ’ νι τουνΤσαπάρα

μι την ασημένια πάλα

να καλέσ’ νι του Γαρέφη

πούχει τ’ άρματα κι αρέσει,

πούχει δαχτυλίδι μέση;

Μαργαρίτα Μπασδέκη ή Βασδέκη

Στην πασίγνωστη Μακρινιτσιώτισσα ηρωίδα είναι αφιερωμένο το ελάχιστο αυτό ιστορικό τραγούδι. Πρωταγωνίστρια στις μάχες της Μακρινίτσας την άνοιξη του 1878. Η προτομή της Μαργαρίτας Μπασδέκη έγινε με πρωτοβουλία του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών και βρίσκεται στην υπό διαμόρφωση πλατεία «Ευεργετών και Ηρώων», στη Μακρινίτσα, κάτω από το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης.

Οι Βασδέκηδες υπήρξαν αρματολοί του Πηλίου.

Στο τραγούδι αυτό αναφέρεται και ο θαυμασμός για μερικούς ακόμα οπλαρχηγούς της άτυχης εκείνης επανάστασης, Ζήσιμο Μπασδέκη, αρχηγό των Πηλιορειτών επαναστατών, τον Κατσούδα, ακουστό κλέφτη της Υπάτης, που δεν ήταν άλλος από τον Δημήτριο Γαρέφη – πατέρα του Μακεδονομάχου Κώστα Γαρέφη, τον Τσάμη Καρατάσο που το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος και που τον βάφτισαν Τσάμη λόγω του λεβέντικου παραστήματός του, Μακεδόνα οπλαρχηγό και αγωνιστή στην Επανάσταση του 1821, που ωστόσο το 1878 δεν ήταν στη ζωή, τον Τσαπάρα, άγνωστο στην ιστοριογραφία και τέλος για το Γαρέφη (Κωνσταντίνο) που υπήρξε συναρχηγός του Ζήσιμου Μπασδέκη και αδελφός του Κατσούδα – Δημήτρη Γαρέφη.

Το ανωτέρω αυτό πηλιορείτικο τραγούδι είναι από τη συλλογή «Το Δημοτικό Τραγούδι στη Μαγνησία», επιμέλεια Κώστα Λιάπη.

Η Μαργαρίτα Μπασδέκη άλλες φορές πολεμά ντυμένη άντρας… Η Μαργαρίτα πάντα με φουστανέλα, γυναίκα ανυπότακτη που πήρε τον δρόμο των κλεφτών και των καπεταναίων, που ζει και μάχεται δίπλα στους κλέφτες, στα παλικάρια, ένας θρύλος που κρατάει από το Βυζάντιο και θέλει την κόρη μεταμφιεσμένη σαν άντρα να πολεμάει μαζί του.

Η Μαργαρίτα Μπασδέκη ή Βασδέκη ανήκει στην οικογένεια των Μπασδέκηδων ή Βασδέκηδων απόγονων του αμαρτολού Τόσκα από τα Γρεβενά. Ο πατέρας Κυριάκος Μπασδέκης στην επανάσταση του Μοριά το Μάρτιο του 1821 που φούντωσε περισσότερο το πατριωτικό φρόνημα των Πηλιορειτών, πριν ακόμα δώσει το σύνθημα ο Γαζής του αγώνα – περίμενε να ‘ρθουν ελληνικά καράβια στον Παγασητικό από την επαναστατημένη Ελλάδα – για να ξεσηκώσει στα όπλα το Πήλιο. Στις 6 Μαΐου φάνηκαν στην είσοδο του Παγασητικού τρία σπετσιώτικα πλοία που ξεσήκωσαν του πατριώτες της Μαγνησίας. Ένας ακράτητος ενθουσιασμός ξεσήκωσε τα μπουλούκια των οπλαρχηγών και την άλλη μέρα στο ελληνικό στρατόπεδο έστειλε στους Τούρκους τελεσίγραφο που υπέγραφαν ο αρχηγός των επαναστατών Κυριάκος Μπασδέκης και οι τρεις καπεταναίοι των παραπάνω καραβιών, ζητώντας από τους εχθρούς να παραδοθούν μέσα σε μισή ώρα. Η απάντηση των Τούρκων από το Κάστρο ήταν με κανονιές. Παρ’ όλο που το Κάστρο χτυπήθηκε και από ξηρά και από τη θάλασσα με τα κανόνια των πλοίων, οι Τούρκοι κρατούσαν γερά και δεν άφηναν κανέναν να ασημώσει στο τείχος.

Στη μάχη αυτή τραυματίστηκε ο Κυριάκος Μπασδέκης, τα τρία καράβια των Σπετσιωτών αποχώρησαν αφού το Κάστρο δεν έπεφτε, οι Τούρκοι πήραν θάρρος βγήκαν έξω και εμπόδισαν τους επαναστάτες να ανεβούν στα τείχη και να το ανατινάξουν. Γύρω από αυτή την πολιορκία υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι που βρήκε ο Βαγγέλης Κουβαράς στη Μηλιώτικη βιβλιοθήκη και επειδή αναφέρεται σ’ αυτό και το όνομα «Ζουρμπάς», σας το μεταφέρω.

«Κλαίνε οι Τούρκοι σκούζουνε

Φωνάζουν οι Χοτζάδες

Για το κριλέσ’ (το μακελειό)

που γίνηκε στον πόλεμο του κάστρου.

Τρεις Τούρκους πχιάνει ζωντανούς

ο Καπετάν Κυργιάκος,

Κι δέκα άλλους ο ζουρμπάς

ο Μήτρος ο δικός του.

«Γεια σου χαρά σου Μήτρο μου

φωνάζει από το κάστρο

ο γέρος ο πατέρας του

και πέφτει λαβωμένος».

Εδώ όπως διαβάζουμε, το όνομα «ζουρμπάς» φαίνεται να είναι προσδιοριστικό του ουσιαστικού «Μήτρος» (που σημαίνει παλικαράς, ανυπότακτος), δεν αναφέρεται στο ποίημα και ο Ζορμπάς και ο Μήτρος.

Μετά τον θάνατο του Κυριάκου πατέρα επικεφαλής στους Πηλιορείτες αγωνιστές ήταν ο γιος του ο Μήτρος, με ιδιαίτερο ζήλο πατριωτικό και αγωνιστικότητα. Αφήνοντας το Βελεστίνο και τα χωριά στη μανία των Οθωμανών, οι άντρες του Μπασδέκη δεν τα ‘βαλαν κάτω, πέρασαν στο Τρίκερι.

Παρά την προσπάθειά του να κρατήσει τα χωριά της Μαγνησίας απροσκύνητα, δεν τα κατάφερε, γιατί οι τοπικές συνθήκες ήταν δύσκολες. Πολέμησε παλικαρίσια κατά των δυνάμεων του Κιουταχί και εκεί το 1828 δολοφονήθηκε.

Ποιος είδε ψάρι στο βουνό κι αλάφι σε λιμάνι;

Ποιος είδε κόρη ανύπαντρη μέσα στα παλληκάρια;

Δώδεκα χρόνους έκαμεν αρματωλός και κλέφτης,

Κανείς δεν τ’ν εγνώρισε από την συντροφία της,

Και μια λαμπρή, μια Κυριακή, μια πίσημου ημέρα

Βγήκαν να παίξουν τα σπαθιά, να ρίξουν το λιθάρι.

Το ρίχν’ η Χάϊδω μια φορά, τα παλληκάρια δέκα,

Κι’ η κόρ’ από τη σφίξη της κι από την εντροπή της

Εκόπη το γελέκι της και φάνη το βυζί της.

Άλλος το λέγει μάλαγμα, άλλος το λέγ’ ασήμι

Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο εκείνο το γνωρίζει.

…Κείνο δεν είναι μάλαγμα, κείνο δεν είν’ ασήμι.

Κείνο ν’ της Χάϊδως το βυζί, της Χάϊδως χαϊδεμμένης.

«…Σώπα σώπα κλεφτόπουλο και μη με μαρτυρήσης,

Να σου χαρίσω την ζωή κι όλα τα άρματά μου».

Ασήμω Γκούρα

Ψηλή, λεβεντογύναικα, η γυναίκα του οπλαρχηγού Γιάννη Γκούρα, από το χωριό Γκουρίτσα της Παρνασσίδας, πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

Οι Αγωνιστές, την Ασήμω Γκούρα την έλεγαν «η Γκούραινα» ή «Νταλιάνα», παρομοιάζοντάς την με τα μακριά ντουφέκια που είχαν αυτό το όνομα «Νταλιάνι = είδος παλιού βραχύκαννου και εμπροσθογεμούς τουφεκιού).

Η Γκούραινα καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Ανάμεσα στις δυο γυναίκες, την μητέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου και της Γκούραινας, υπήρχε μια μεγάλη έχθρα. Η Ανδρούτσαινα, δεν δεχόταν να έχει φιλίες με την Γκούραινα. τη θεωρούσε γυναίκα του υπηρέτη της. Η Γκούραινα πάλι δεν μπορούσε να υποφέρει τα φερσίματα της Ανδρούτσαινας.

Ο Γκούρας είχε ανεβάσει, όταν έγινε φρούραρχος το 1823, στο Κάστρο τη γυναίκα του και έμειναν εκεί και τέλος του 1823 έφερε και ο Ανδρούτσος την μητέρα του και τη γυναίκα του. Ανάμεσα στις γυναίκες δημιουργήθηκε μια αντιζηλία με συνέπεια να επηρεαστούν και οι σχέσεις του Γκούρα με την Γκούραινα. Διαβάζουμε πως η έχθρα αυτή μέχρι ένα βαθμό είχε ως αποτέλεσμα να δολοφονηθεί ο Οδυσσέας κατά παραγγελία του Γκούρα από τον Γιάννη Μαμούρη (καπετάνιος και αυτός από την Παρνασσίδα, τη σημερινή Πανουργιά) τον Ιούνιο του 1826. Ο Γκούρας κλεισμένος στην Ακρόπολη με την οικογένειά του και τους φρουρούς του, τους πολιόρκησε ο Κιουταχής και τη νύχτα της 30ης Σεπτεμβρίου σκοτώθηκε ο Γκούρας.

Η Γκούραινα, αυτή η γενναία γυναίκα στάθηκε μπροστά στους φρουρούς και αγέρωχη τους είπε «Αν δεν θέλετε να χάσετε και μένα μείνετε πιστοί όπως στον άνδρα μου και γω με τη σειρά μου θα σταθώ κοντά σας». Τόσο οι καπεταναίοι, όσο και οι στρατιώτες ορκίστηκαν πίστη και υπεράσπιση του Κάστρου μέχρι τον θάνατό τους.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν κάθε άλλο παρά ευχάριστα μπορούν να χαρακτηριστούν, όπως ο αρραβώνας της με τον Νικόλαο Κριεζώτη, τον αρχηγό της Ακρόπολης, που είχε στόχο στην ομορφιά της και τα πλούτη που είχε μαζέψει ο Γκούρας τόσα χρόνια.

Αυτή η ευτυχία της Γκούραινας όσο βρίσκονταν μέσα στο φρούριο δεν κράτησε πολύ. Το Γενάρη του 1827 έπεσαν εχθρικές μπόμπες πάνω στις δυο κολώνες του Ερεχθείου (ναός ιωνικού ρυθμού στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης), έπεσαν από το βάρος και πλάκωσαν την Γκούραινα και άλλες δέκα ψυχές που ήταν μέσα. Σώθηκαν μόνο τέσσερα άτομα.

Ο Διονύσιος Σουρμελής – λόγιος και ιστορικός από την Αθήνα – αναφέρει ότι μπροστά σ’ εκείνον και στη γυναίκα του ο Γκούρας είχε πει «Αν φυλάξης την τιμή του άντρα σου μετά τον θάνατό του, ο Θεός θα σε διαφυλάξει γερή και σου εύχομαι να απολαύσεις όσα σου αφήνω στην διαθήκη μου, αλλιώς ο Θεός, αν απιστήσης και με λησμονήσης, γρηγορώτερα ο Θεός θα σε στείλει κοντά μου». Όλα αυτά τα γεγονότα ίσως ήταν ένα δράμα που ο λαός το απέδωσε στη θεία δικαιοσύνη΄.

Ελισσάβετ Υψηλάντη του Κωνσταντίνου

Η πρωτομάνα των Φιλικών, η μητέρα των Υψηλάντηδων, πρώτη χρηματοδοτεί τον αγώνα που προετοιμάζεται. Στις 16-2-1821 οι Φιλικοί συγκεντρώνονται στο αρχοντικό της για να αποφασίσουν πότε θα γίνει η εξέγερση.

Η Ελισσάβετ, που είναι η δεύτερη γυναίκα του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, όταν έφτασε η ώρα του σηκωμού δεν δίσταξε να δώσει τα παιδιά της, τον Αλέξανδρο και τον Δημήτριο (παιδιά της από τον Κωνσταντίνο, ως δεύτερη γυναίκα του), την τεράστια περιουσία της ακόμη και τα κοσμήματά της στον Αγώνα. Ήταν τόση η ηθική και υλική συμβολή της Υψηλάνταινας, που ο Αλέξανδρος Υψηλάντης γεμάτος συγκίνηση παρακάλεσε τους άλλους εταίρους να γράψουν στο τέλος διακήρυξης «Φιλώ το χέρι της μητρός μου».

Ο Κωνσταντίνος, γιος του Αλέξανδρου που κήρυξε την Ελληνική Επανάσταση γεννήθηκε το 1760, χρημάτισε ηγεμόνας της Μολδαβίας και τις Βλαχίας, με σπάνιες διοικητικές ικανότητες, αξιοσύνη και ανθρωπισμό, αναγκάστηκε να φύγει το 1806 προς την Τρανσυλβανία, μετά στη Ρωσία και πέθανε στο Κιέβο το 1816.

Υψηλάντηδες (Υψηλάνται): Παλιά οικογένεια του Βυζαντίου. Κατά την Τουρκοκρατία μέλη της οικογένειας των Υψηλάντηδων κατάλαβαν μεγάλα πόστα και αξιώματα. Γίνανε και μεγάλοι δραγουμάνοι και ηγεμόνες.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κήρυξε την Ελληνική Επανάσταση.

Ίσως προσεχώς να ασχοληθούμε με αυτή την οικογένεια.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου