ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Σημαίες της ξηράς του πρώτου έτους της Επανάστασης

σημαίες-της-ξηράς-του-πρώτου-έτους-της-616498

Της Μαρίας Σπανού

Ο Κολοκοτρώνης τις πρώτες μέρες της επανάστασης χρησιμοποίησε αυτοσχέδιες σημαίες, «ας εσχημάτισε προχείρως από κοινού ιστού, μόνον σημειώσας επί τούτων έμβλημα τον Σταυρόν». Η προτροπή του προς τους Καλαματιανούς, «η ώρα έφθασε. Το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη. Τα πάντα εδικά μας και ο Θεός του παντός μεθ’ ημών έσεται. Μη πτοηθείτε εις το παραμικρόν», στις 25 Μαρτίου, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές, μαζί με την προς τους Τριφυλίους επιστολή του «Γενικώς οπλισθείτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον του εχθρού της πίστεως και της πατρίδος». Το ίδιο έκανε και στο Βαλτέτσι (8 Μαΐου 1821), ενδυναμώνοντας τους Έλληνες: «Το να μη έχωμεν μπαϊράκια καλόν είναι, πλην το να μη σηκωθούν διόλου (εννοεί πολεμικές σημαίες) δεν είναι καλόν… Είναι ακατανόητο να υπάρχει σώμα χωρίς σημαία κι αν υπάρχει δισταγμός να φανούν τα μπαϊράκια τα πολεμικά και οι σιδερένιοι σταυροί, ας χρησιμοποιηθεί ένα απλό χρωματιστό πανί, το φλάμπουρο το εορταστικό που διασκεδάζει τα πράγματα».

Δεν ήταν μόνον οι Κολοκοτρωναίοι που ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν σημαία λευκή με σταυρό κυανό αλλά και ο Πλαπούτας, ο Κουμανιώτης, ο στρατηγός Γιατράκος, ο Ζαχαριάς κ.ά.

Στο Πήλιο η προετοιμασία του ξεσηκωμού μοιάζει με αρχαία ιεροτελεστία. Το Πάσχα του 1821, ο Άνθιμος Γαζής ενδεδυμένος με χρυσοποίκιλτα άμφια που του χάρισε ο Τσάρος στη Βιέννη, με επισημότητα από τον άμβωνα της εκκλησίας των Ταξιαρχών των Μηλεών προσφωνεί ενώπιον πλήθους, το Χριστός Ανέστη, Ελλάς Ανέστη. Η εξέγερση προ των πυλών. Η σημαία της Επανάστασης που είχε ο ίδιος σχεδιάσει και είχε κεντήσει η Ασημίνα Ραζή, αδελφή του Μηλιώτη Φιλικού Γιάννη Δήμου, σηκώνεται τελικά από τον ίδιο στις 7 Μαΐου 1821 στην πλατεία του χωριού. Ηταν λευκή με κόκκινο σταυρό και με τέσσερις μικρότερους σταυρούς στα λευκά τετράγωνα της σημαίας.

Στο Σούλι, ο Μάρκος Μπότσαρης είχε σημαία ολόλευκη με σταυρό που τον πλαισίωνε δάφνινο στεφάνι. Στην πολιορκία της Ακρόπολης, οι Έλληνες ύψωσαν επαναστατική σημαία (28 Απριλίου 1821) λευκή με κόκκινο σταυρό και τη γλαύκα της Αθηνάς. Κάτω αριστερά έγραφε το σπαρτιατικό λόγιο. «Ηταν ή επί τας» και στη μέση την περιέτρεχαν 16 κόκκινες ταινίες, ο ιερός δεσμός της Φιλικής Εταιρίας.

Η κωδικοποίηση γεγονότων της Επανάστασης υπαγόρευσε συγκεκριμένες επιλογές στην απεικόνιση της σημαίας. Από τις παραμονές της Επανάστασης και στη διάρκεια του πρώτου έτους, τα διάφορα σώματα έφεραν το καθένα τη δική του σημαία. Οι κατά τόπους επαναστάσεις χρησιμοποιούν στα πολεμικά τους λάβαρα σύμβολα και φράσεις που αντλούν από την θρησκευτική ή τοπική παράδοση.

Το χαρακτηριστικό όμως γνώρισμα όλων ανεξαρτήτων των σημαιών ήταν ο σταυρός και το «Ελευθερία ή Θάνατος». Στις δυο αυτές λέξεις περικλείονταν όλες οι φλογερές ρήσεις με τις οποίες οι πρόμαχοι της ελευθερίας οδηγήθηκαν στον ιερό Αγώνα. Σε αυτές στερεώθηκε όλη η Επανάσταση και το κραταιό φρόνημα των αγωνιστών. Οι δυνατές αυτές έννοιες στο μέσον του υφάσματος έκρυβαν τόση δύναμη, που εκτός από το να υπενθυμίζουν στους αγωνιστές την απαράβατη δέσμευση του όρκου τους, ενδυνάμωναν το ηθικό τους. Μπροστά τους υποχωρούσε το αίσθημα της αυτοσυντήρησης και πρυτάνευε αποκλειστικά το καθήκον.

Τεχνικά χαρακτηριστικά σημαιών – Τελετουργικές συνήθειες

Kάθε οπλαρχηγός τελούσε αγιασμό για την καινούργια του σημαία. Συνήθως έστηνε ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, τον οποίο ασπάζονταν οι οπλοφόροι, ορκιζόμενοι στη σημαία. Τα λάβαρα των εκκλησιών και οι εικόνες των αγίων που κρατούσαν οι χωρικοί βοηθούσαν στη στρατολόγηση. Τις πολεμικές σημαίες-μπαϊράκια οι Τούρκοι τις αποκαλούσαν υποτιμητικά παλιόπανα ή πατσαβούρες. Οι σημαιοφόροι, που συνήθως αποκαλούνταν μπαϊρακτάρηδες ή φλαμπουριάρηδες ήταν δυνατοί και επιλέγονταν μεταξύ των γενναίων. Η θέση τους δύσκολη αλλά και εξόχως τιμητική, όπως αποκαλύπτεται από το κείμενο του Φωτάκου, μιλώντας για το σημαιοφόρο του Παπαφλέσσα: «Καθώς έβλεπον οι Έλληνες τις σημαίες και τους στρατιώτες εσήμαινον των εκκλησιών τα σήμαντρα και οι μεν ιερείς έβγαιναν ενδεδυμένοι τα ιερά άμφια και με το ευαγγέλιον ανά χείρας, οι δε χριστιανοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, επαρακαλούσαν τον Θεόν να τους ενδυναμώνη». Οι επαναστατικές σημαίες φέρονταν πάνω σε ξύλινο κοντάρι με σχήμα αντίστοιχο των σημερινών. Τα σύμβολα και τα γράμματα αποτύπωναν ειδικοί ιστοποιοί, οι λεγόμενοι ειρωνικά πασματζήδες, ή ζωγραφίζονταν πρόχειρα από κάποιον που διέθετε κάποια δεξιότητα. Όταν ο ιστός ήταν σιδερένιος κατασκευάζονταν έτσι ώστε η επάνω απόληξή του να σχηματίζει είδος λόγχης, χρησιμεύοντας και ως όπλο αγχέμαχο.

Νησιωτικές σημαίες

Ο τύπος των σημαιών που χρησιμοποιήθηκαν στα νησιά που πρωτοστάτησαν στον Αγώνα, Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά είχαν συγκεκριμένο τύπο.

Η σημαία των Σπετσών, η οποία υψώθηκε πρώτη από τα υπόλοιπα νησιά, «κατεστόλισε τα εν τω λιμένι πλοία εγείρασα ως εκ του νεοφανούς της, εις τους Σπετσιώτας αληθή φρενίτιδα». Υψώθηκε κατόπιν κανονιοβολισμών και μεγάλης τελετής, κυματίζοντας στα πλοία και στους εξώστες των σπιτιών δημιουργώντας θέαμα μεγαλοπρεπέστατο. Ήταν κυανόχρωμη και ολόγυρα την περιέτρεχε κόκκινη ταινία (ποταμός αίματος). Στο μέσον προβαλλόταν σύνθεση από πορφυρό ή λευκό σταυρό, που δήλωνε την ιερότητα του αγώνα, στο αριστερό μέρος, άγκυρα (σταθερότητα της απόφασης) και στο δεξιό, λόγχη πάνω στην αντεστραμμένη ημισέληνο. Στην άγκυρα περιελίσσεται φίδι και στρέφεται προς ένα πουλί, το οποίο μπορεί να εκληφθεί ως κουκουβάγια, το αρχαιοελληνικό σύμβολο της σοφίας, ή τη σύνεση που έπρεπε να κυριαρχήσει στον Αγώνα. Το φίδι ερμηνεύεται ως ο μισητός εχθρός του αετού. Δεξιά και αριστερά της ημισελήνου ήταν χαραγμένες οι λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος» ενώ όλα τα σύμβολά της ήταν κόκκινα. Η σημαία των Σπετσών ήταν μικρότερη σε μέγεθος από της Ύδρας και των Ψαρών.

Στη Σάμο, υψώθηκε στο Βαθύ, σημαία λευκή με κυανό σταυρό επί ερυθράς ημισελήνου ανεστραμμένης (17 Απριλίου 1821). Η σημαία υψώθηκε και στο Καρλόβασι (8 Μαΐου) από τον Λυκούργο Λογοθέτη «μετά τιμής αρχιερατικής, των στρατιωτικών σωμάτων και πλήθος λαού».

Στην Κύπρο, στην οποία δεν έλειψε ο επαναστατικός αγώνας, υψώθηκε σημαία λευκή με κυανό σταυρό, η οποία διάτρητη από τις σφαίρες διασώζεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Φέρει την επιγραφή «Σημαία Ελληνική-Πατρίς Κύπρου».

Οι Κρήτες στις διάφορες επαναστάσεις τους έφεραν παντοειδείς σημαίες. Στην Επανάσταση του 1821 η πρώτη σημαία υψώθηκε (14 Ιουνίου 1821) από τον Γ. Δασκαλάκη στην Ανώπολη των Σφακίων, της οποίας ο τύπος είναι άγνωστος, ο δε Κουρμούλης μαζί με άλλους οπλαρχηγούς ύψωσαν σημαίες με την εικόνα του Αγίου Τίτου. Η χρήση αυτών των σημαιών έπαψε μετά το 1898, όταν οι Προστάτιδες Δυνάμεις ρύθμισαν ιδιαίτερο τύπο σημαίας για την Κρήτη, η οποία τελικά αναιρέθηκε μετά την ένωσή της με την Ελλάδα το 1908 και επικράτησε η Ελληνική Σημαία.

Η θέσπιση ενιαίου μορφολογικού τύπου σημαίας

Στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (Ιανουάριος 1822), όπου ψηφίστηκε το πρώτο «Προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος», η ανάγκη να υπαχθούν όλα τα επαναστατικά σώματα σε μια ενιαία αρχή οδήγησε στη θέσπιση μιας εθνικής σημαίας. Αργότερα, ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, (Κόρινθος, 15 Μαρτίου 1822) στην διακήρυξη της «Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος» συμπεριέλαβε και τον καθορισμό του τύπου της:

α) των μεν κατά γην δυνάμεων η σημαία, σχήματος τετραγώνου θέλει έχει εμβαδόν κυανούν το οποίον θέλει διαιρείσθαι επί τέσσερα ίσα τμήματα δε’ ενός σταυρού λευκοχρόου διασχίζοντας εκείνα τα τμήματα από άκρων εις άκρων του εμβαδού.

β) Η δε κατά θάλατταν σημαία θέλει είσθαι διττή, μια δια τα πολεμικά και άλλη δια τα εμπορικά πλοία. Και συνεχίζει με άλλες λεπτομέρειες σχετικά με τη σημαία των πολεμικών και εμπορικών πλοίων… Έκτοτε καμία άλλη πηγή δεν εντοπίστηκε που να αιτιολογεί πλήρως την χρωματική προτίμηση του κυανού και του λευκού, το συμβολισμό και τη μορφολογία της εθνικής σημαίας στην ξηρά και στην θάλασσα, εκτός του σταυρού, που όπως είδαμε ενέχει πάντοτε κύριο γνώρισμα της εθνικής μας σημαίας. Βεβαίως έχουν διατυπωθεί διάφορες ερμηνείες που σχετίζονται με τους συμβολισμούς του κυανού και λευκού χρώματος αναφορικά με τον ουρανό και τον αφρό των κυμάτων της θάλασσας, στοιχεία που περιβάλλουν και χαρακτηρίζουν την Ελλάδα. Επίσης, το γεγονός ότι το λευκό συμβολίζει την αγνότητα του ελληνικού εγχειρήματος και το κυανό την ουράνια δύναμη. Ακόμη, ότι τα χρώματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν στην επανάσταση για να δηλώσουν τη δικαιοσύνη και την πίστη. Το κυανό, την αγνότητα του σκοπού και το ήθος το λευκό. Ότι τα χρώματα αυτά συνδυάζουν το μεν κυανό, τη βράκα του ναυτικού και το λευκό, τη φουστανέλα των αγωνιστών κλπ.

Τις αναμνήσεις από τις περιπέτειες της Επανάστασης του 1821 ζωντανεύουν οι διασωθείσες σημαίες που φυλάσσονται στη συλλογή του Μουσείου της Iστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας. Αποτελούν ισχυρά τεκμήρια και ιερά κειμήλια των απελευθερωτικών αγώνων του έθνους και μοναδικά σύμβολα ελευθερίας. Η πολλαπλή ανάγνωσή τους μαζί με τα ιστορικά συμφραζόμενά τους θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη συντονισμένη διεπιστημονική έρευνα με στόχο τη σωστή μετάδοση των μηνυμάτων που μεταφέρουν στο ευρύ κοινό, την ολοκληρωμένη επιστημονική γνώση, έμπνευση και μεθοδολογικό προβληματισμό.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  1. Ν. Aγγελίδου, Η Ελληνική Σημαία, (ιστορική αυτής εξέλιξης από της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερον), εν Αθήναις 1909.
  2. Χρ. Βυζάντιος, (Συνταγματάρχου και φαλαγγάρχου Αθηνών), Ιστορία των κατά των Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μέχρι την μετά ταύτα συμβάντων, ών συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833, Αθήνα 1874.
  3. Θ. Δεττοράκης, «Από τους αγώνες της Κρήτης», αφιέρωμα Η Σημαία, Επτά Ημέρες (Η Καθημερινή), 25.3.2001.
  4. Αν. Κούλη, «Από την Άλωση έως την Επανάσταση», αφιέρωμα Η Σημαία, Επτά Ημέρες (Η Καθημερινή), 25.3.2001.
  5. Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, «Η ελληνική σημαία», αφιέρωμα Η Σημαία, Επτά Ημέρες (Η Καθημερινή), 25.3.2001.
  6. Α. Νικηφόρου, «Έννοια και συμβολισμοί της σημαίας», αφιέρωμα Η Σημαία, Επτά Ημέρες (Η Καθημερινή), 25.3.2001,
  7. Ι. Ε. Νουχάκης, Η Σημαία μας, Αθήνα 1908.
  8. Σημαίες Eλευθερίας, συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, εισαγωγή-κείμενα Ι. Κ. Μαζαράκη-Αινιάνος, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1996.
  9. Ι. Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, 4 τόμοι, Αθήνα 1859.
  10. Ι. Δ. Ψαράς, Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου