ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Oι σημαίες πριν και κατά την Επανάσταση του 1821: Ερμηνευτικές και σημειολογικές προσεγγίσεις

oι-σημαίες-πριν-και-κατά-την-επανάσταση-636181

Της Μαρίας Σπανού

Στην εμβληματική παρουσίαση των σύγχρονων κρατών η θέση της σημαίας είναι κυρίαρχη, η έννοια της οποίας άρχισε να διαμορφώνεται στη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων ή μεταναστεύσεων διαφόρων λαών της αρχαιότητας, για να δηλώσει την ταυτότητα μιας ομάδας ανθρώπων. Πρόκειται για έμβλημα που επισκίασε όλα τα υπόλοιπα (σκήπτρα, θρόνο, κορώνα, θυρεός κλπ). Στην περίπτωση της δικής μας χώρας, λέγεται ότι για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν στην χερσαία εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου υφασμάτινες σημαίες, μακριές, κόκκινες, τριγωνικές, σα λωρίδες ή κορδέλες δεμένες κάτω από την αιχμή της σάρισας. Στη θάλασσα η χρήση τους μαρτυρείται από τη Μυκηναϊκή περίοδο. Οι αρχαίοι Έλληνες αντί για σημαία είχαν την ασπίδα που την τιμούσαν και τη λάτρευαν. Κόκκινο χρώμα είχαν επίσης οι πολεμικές στολές των Σπαρτιατών για να μη διακρίνεται το αίμα από τα τραύματα και να διατηρείται ακμαίο το φρόνημα των στρατιωτών. Βεβαίως, ανάλογα σημεία αναγνώρισης, γνωστά ως «σίγνα» χρησιμοποιήθηκαν και επί Ρωμαϊκής περιόδου.

Με την επικράτηση του χριστιανισμού η θρησκευτική σημαία, το λάβαρο με έκδηλο σύμβολο το σημείο του σταυρού, αποτέλεσε σύμβολο αναγνώρισης της νίκης του Χριστού. Στη Βυζαντινή περίοδο, χρησιμοποιήθηκαν τα λάβαρα, αρχικά με διάφορες χριστιανικές παραστάσεις και αργότερα με το δικέφαλο αετό- έμβλημα της δυναστείας των Παλαιολόγων για να συμβολίσουν μια προστασία δεδομένη ή επιθυμητή, εκ των οποίων τα περισσότερα μετεξελίχτηκαν σε σημαίες. Οι σημαίες που χρησιμοποιήθηκαν στην Ευρώπη στη διάρκεια του Μεσαίωνα έφεραν τα εμβλήματα των μοναρχών, των μεγάλων οικογενειών ή των πόλεων. Οι κρατικές σημαίες εμφανίστηκαν από τον 17ο αι. και μετά, με τη δημιουργία της πρώτης σημαίας της Μ. Βρετανίας (12.4.1606). Οι περισσότερες από τις ισχύουσες σήμερα σημαίες, έλκουν την καταγωγή τους από τα εθνικά και επαναστατικά κινήματα του 18ου και του 19ου αιώνα.

Η διαχρονική πορεία του εθνικού μας συμβόλου: Σύντομη ανασκόπηση από την Αλωση έως τις παραμονές της Επανάστασης του 1821

Μόνο στην περίπτωση μιας σημαίας ένα κομμάτι ύφασμα αποκτά με την πάροδο του χρόνου τόση δύναμη και αξία, αφού είναι σε θέση να ξυπνά μνήμες, να ανακαλεί στιγμές μοναδικές και να ζωντανεύει εικόνες και πρόσωπα που κυριάρχησαν στη ζωή και την ιστορία ενός τόπου και ενός λαού. Γιατί η σημαία δεν είναι μόνον ένα κομμάτι ύφασμα, αλλά «..είναι το σύμβολον με το οποίον ενσαρκώνεται η ιδέα της Πατρίδος… η ιστορία της.. Παρέχει εις μίαν λέξιν και εις εν αντικείμενον την ζωήν όλων μας…είναι η συνείδησις, η τιμή και η δόξα του στρατιώτου…η απώλειά της είναι καταίσχυντη αιώνια..». Το παραπάνω κείμενο του Ν. Ζαφειρίου, εκφράζει με ιδανικό τρόπο το δεσμό του εθνικού συμβόλου με την πατρίδα και την ανάδειξή του σε φορέα ιστορικής μνήμης.

Με τη σκέψη ότι η σημαία κωδικοποιεί στα νεότερα χρόνια τη φυσιογνωμία ενός έθνους, το οποίο εκπροσωπεί, επιχειρήσαμε την προσέγγισή της, δια μέσου σχετικών αρχειακών τεκμηρίων του Ιστορικού Εθνικού Μουσείου και αντίστοιχων ιστορικών πηγών. Πολύ σημαντική μαρτυρία προσφέρουν επίσης οι ίδιες οι σημαίες, όσες διασώθηκαν και βρίσκονται σήμερα στη συλλογή του εν λόγω Μουσείου. Για τη συμβολική λειτουργία του εθνικού μας συμβόλου στη διάρκεια, πριν και μετά την Επανάσταση του 1821, θα επιχειρηθεί μια σύντομη παρουσίαση όψεων της σημαιολογίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην ιστορούμενη χρονική περίοδο. Μέσω αυτής θα δούμε την ποικιλία και ερμηνεία των συμβολικών θεμάτων, το ρόλο των χρωμάτων, τα μηνύματα όπως αυτά αποτυπώνονται και διαφοροποιούνται στις σημαίες, την ποικιλία των σημαιών και το πώς καθιερώθηκε ο ενιαίος τύπος της ελληνικής σημαίας.

Οι πρώτες προεπαναστατικές σημαίες

Οι απαρχές της πολυκύμαντης ιστορίας της ελληνικής σημαίας εντοπίζονται στα χρόνια της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης (1453). Μαζί με τους πόθους του υπόδουλου Ελληνισμού για την ελευθερία διαμορφώνεται στα χρόνια της Επανάστασης του ´21 και φθάνει ως τις μέρες μας με τη γνωστή της μορφή.

Από την Άλωση και μετά, στα εκάστοτε επαναστατικά κινήματα, που δεν έπαψαν να εκδηλώνονται σποραδικά σ’ όλη την Ελλάδα έως την μεγάλη Επανάσταση του 1821 αλλά και σε κάθε μικροεπανάσταση, υψώνονταν και μια σημαία, ένα έμβλημα «εν πανίον», μια αυτοσχέδια επινόηση του κάθε αρχηγού. Oι πρώτες σημαίες που παρουσιάστηκαν στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ήταν οι σημαίες των χριστιανών σπαχήδων της Ηπείρου. Οι σπαχήδες, ένοπλα τοπικά σώματα ιππέων που εντάσσονταν στον οθωμανικό στρατό, ήταν οι πρώτοι που με άδεια της Πύλης ύψωσαν σημαία στα όρια της περιοχής τους. Η σωτήρια επέμβασή τους στην κρίσιμη πολιορκία του Βαγδατίου (1639) υπό την ανεμίζουσα σημαία τους με το μαχητή Άγιο Γεώργιο θορύβησε το Σουλτάνο. Έτσι, παρά την εντυπωσιακή τους νίκη, οι Έλληνες σπαχήδες υποχρεώθηκαν σε εξισλαμισμό, με αποτέλεσμα να διαλυθεί το σώμα και να καταφύγουν στη Δύση (οι μετέπειτα μισθοφόροι Stradioti).

Αξιοσημείωτη είναι και η δράση του Μερκούριου Μπούα, όπως σημειώνει ο αείμνηστος Ι. Αινιάν-Μαζαράκης, στον οποίο ως γενικό αρχηγό του ιππικού στη Δύση, είχαν προσφερθεί σε ένδειξη τιμής και αναγνώρισης έξι διάφορες σημαίες, σχεδιάσματα των οποίων σώζονται στον κώδικα του Τουρίνου. Την ασπίδα του Μπούα κοσμούσαν έξι οικόσημα από τις σημαίες του, που συνδύαζαν την ηπειρωτική του προέλευσή του και τα προσωπικά του ανδραγαθήματα στη Δύση.

Τα φλάμπουρα και τα μπαϊράκια

Τα αρματολικά και κλέφτικα σώματα, που αναπτύχθηκαν στη περίοδο της Τουρκοκρατίας, με τις σημαίες τους και οι θαλασσινοί καταδρομείς με τις παντιέρες τους εξέφραζαν τον πόθο της ελευθερίας και τη συνείδηση της εθνικής ταυτότητας. Οι αρματολοί και οι κλέφτες είχαν τις δικές τους σημαίες, τα φλάμπουρα (από το λατινικό flammulum, που σημαίνει σημαία, η οποία αρχικά είχε το χρώμα και το σχήμα της φλόγας) και τα μπαϊράκια (από την τουρκική λέξη bayrak που σημαίνει επαναστατώ, σηκώνω σημαία). Με τα φλάμπουρα, τα οποία συνήθως ήταν μονόχρωμα και έφεραν το σταυρό, παρουσιάζονταν οι αρματολοί στις γιορτές και τα πανηγύρια ενώ τα μπαϊράκια είχαν τη χρήση των πολεμικών σημαιών. «Θ’ ανοίξω μπαϊράκι της Λευτεριάς» ήταν η συνηθισμένη έκφραση του αρματολού.

Λάβαρο από την Βόρειο Ηπειρο, το οποίο φέρει τέσσερις κόκκινους βυζαντινούς σταυρούς, δικέφαλους αετούς και σταυρό κυανό στο κέντρο. Συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Διαστάσεις: 1,30X 1,30 μ.

Στα μπαϊράκια, που ήταν συνήθως δίχρωμα, κυριαρχούσε το κόκκινο χρώμα σε συνδυασμό με το κυανό ή το λευκό και έφεραν πάντοτε το ιερό σύμβολο του σταυρού. Δημοτικό τραγούδι περιγράφει τον καπετάν Κατσούδα: «Ο Φλώρος ο περήφανος, ο φοβερός Kατσούδας που ήταν στον κάμπο φλάμπουρο και στην κορφή μπαϊράκι». Συχνά τα φλάμπουρα και τα μπαϊράκια κοσμούνταν με παραστάσεις του Χριστού και της Παναγίας ή του Αγίου Γεωργίου. Οι αρματολοί και οι κλέφτες κατέχουν κύρια θέση στα δημοτικά τραγούδια, στα οποία περιγράφεται η ταύτισή τους και η προσωποποίησή τους με τα ζωηρά φλάμπουρα και τα πολεμικά μπαϊράκια που ανεμίζουν στις κορφές. Αποκαλυπτικό της πληθώρας και της πολυμορφίας των σημαιών που χρησιμοποιήθηκαν από τους αρματολούς και τους κλέφτες είναι το γνωστό δημώδες τρίστιχο: «Εγώ μαι ο γέρο Όλυμπος σ’ τον κόσμο ξακουσμένος, έχω σαράντα δυο κορφές κι’ εξήντα δυο βρυσούλες, κάθε κορφή και φλάμπουρο». Παρά την αρχική παραπάνω διάκριση στις αρματολικές και κλέφτικες σημαίες, με τον καιρό εξαλείφθηκε η διαφορά και αποδίδονταν και για τις δυο μια και μοναδική έννοια, αυτή της πολεμικής σημαίας.

Συμπερασματικά και με βάση την πληθώρα των παραλλαγών και των χρωματισμών που επικράτησαν στα φλάμπουρα και μπαϊράκια είναι ότι η διαφορετικότητά τους διαμορφώθηκε αντίστοιχα με τις ιστορικές γνώσεις και τις οικογενειακές παραδόσεις των καπεταναίων τους, τις εκάστοτε κατά τόπους συνθήκες, την θέρμη της φιλοπατρίας του κάθε αρχηγού, της έμπνευσής του γενικά και ακόμη, όπως έχει υποστηριχθεί, αναλόγως «του μίσους του προς τους εχθρούς και του κατ’ αυτού φανατισμού του». H δε συμβολή των πρώτων αυτών επαναστατικών σημαιών στην προετοιμασία του Αγώνα υπήρξε πολύ σημαντική, δεδομένου ότι επενεργούσαν θετικά στην εκάστοτε παθητική στάση των Ελλήνων, τους αναπτέρωναν το ηθικό και τους ξεσήκωναν σε δράση.

Οι ναυτικές σημαίες – παντιέρες

Παντιέρα άρχισε να λέγεται η ελληνική σημαία, από τότε που επικράτησε επί των ελληνικών περιοχών, το λεοντοφόρο σύμβολο της Ενετικής Δημοκρατίας (la bandiera de San Marco).

Η προεπαναστατική σημαία, που υψώθηκε στη Σκιάθο, στο Μοναστήρι της Ευαγγελιστρίας, που είχε σχεδιαστεί και υφανθεί με το γαλανό βάθος και τον λευκό σταυρό, η οποία ευλογήθηκε σε τελετή, όπου παρέστη και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (1807)

Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Γιάννη Σταθά, του τολμηρού θαλασσομάχου με το κατάμαυρο καράβι, ο οποίος αφού υπέστειλε τη ρωσική σημαία, ύψωσε την ελληνική, η οποία έφερε σε γαλάζιο πλαίσιο λευκό σταυρό: «Μαύρο καράβ’ αρμένιζε ς τα μέρη της Κασάντρας, είχε πανιά κατάμαυρα και τ’ ουρανού παντιέρα». Όταν ο Αλή Πασάς έγινε κύριος της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου (1800-1803) και δάμασε τους αρματολούς του Ολύμπου, όλοι εκείνοι οι μάχιμοι άνδρες κατέφυγαν στη Σκιάθο και συγκρότησαν μικρό καταδρομικό στόλο, με 70 περίπου πλοιάρια, του οποίου αρχηγός ανακηρύχτηκε ο αρματολός Γιάννης Σταθάς.

Αρκετά συνηθισμένη ναυτική σημαία ήταν η «ραγιάδικη» ή grecoottomana, την οποία, στο δεύτερο μισό του 18oυ αι., οι Έλληνες καπεταναίοι με οθωμανική υπηκοότητα ύψωναν στα πλοία τους. Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), η ρωσική σημαία προστάτευε τα ελληνικά πλοία από πολεμικούς κινδύνους.

Σχεδίασμα σημαίας Γραικοτουρκικής (raya) με τρεις επάλληλες ταινίες, δυο κόκκινες και στη μέση κυανή, την οποία έφεραν τα ελληνικά νησιωτικά εμπορικά πλοία, μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή

Ομως η Πύλη για να μη χάσει τον εμπορικό στόλο παραχώρησε προνόμια και τη σημαία αυτή, που ήταν γνωστή και ως raya. Υπήρχαν μάλιστα δυο τύποι της grecoottomana: Η bandiera mercantile η οποία έφερε δυο κόκκινες οριζόντιες ταινίες και μια μπλε στο μέσον, χωρίς βεβαίως την παράσταση του σταυρού και η bandiera che si concede con permesso del capitan bassá (κόκκινη, πράσινη, κόκκινη).

Στις προεπαναστατικές ναυτικές σημαίες κυρίαρχη θέση έχει επίσης, η σημαία του Έλληνα καταδρομέα, αξιωματικού του Ρωσικού στρατού, Λάμπρου Κατσώνη. Ο Κατσώνης που συνήθιζε να υψώνει δίπλα από τη ρωσική σημαία και λευκή με γαλάζιο σταυρό και παράσταση των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με την επιγραφή «εν τούτω νίκα», μετά τη συνθήκη του Ιασίου (1792) ύψωσε αυτοσχέδια σημαία με την επιγραφή «Λάμπρος Κατσώνης-Πρίγκηψ της Μάνης-Ελευθερωτής της Ελλάδος» Η ενυπόγραφη σημαία του Κατσώνη, η οποία έφερε τρεις παράλληλες κόκκινες ταινίες και τρεις καρδιές σε γαλάζιο, κόκκινο και μαύρο χρώμα με δυο διασταυρούμενα ξίφη, διακήρυττε απερίφραστα την τόλμη και το ετοιμοπόλεμο φρόνημα του καταδρομέα.

Συνεχίζεται… Στο επόμενο θα γίνει αναφορά στις σημαίες με σταυρό και συμβολισμούς της ελευθερίας, τις πρώτες σημαίες του Αγώνα και στη θέσπιση ενιαίου μορφολογικού τύπου σημαίας.

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Aγγελίδου Ν., Η Ελληνική Σημαία, (ιστορική αυτής εξέλιξης από της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερον), εν Αθήναις 1909.
  2. Ζαφειρίου Νικ., Η Ελληνική σημαία από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, Αθήνα 1947.
  3. Κούλη Αν., «Από την Άλωση έως την Επανάσταση», αφιέρωμα Η Σημαία, Επτά Ημέρες (Η Καθημερινή), 25.3.2001.
  4. Μαζαράκης-Αινιάν, «Η ελληνική σημαία», αφιέρωμα Η Σημαία, Επτά Ημέρες (Η Καθημερινή), 25.3.2001.
  5. Νικηφόρου Α., «Έννοια και συμβολισμοί της σημαίας», αφιέρωμα Η Σημαία, Επτά Ημέρες (Η Καθημερινή), 25.3.2001.
  6. Νουχάκης Ι.Ε., Η Σημαία μας, Αθήνα 1908.
  7. Πανταζόπουλος Νικ., Ο δικέφαλος αετός, University Studio Press/Έκφραση, Θεσσαλονίκη 2001.
  8. Passow Α., Popularia Carmina Craiciae recentioris, –τραγούδια ρωμαϊκά, Αθήνα 1860, σ.
  9. Σάθας Κ., Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού Επαναστάσεων του Ελληνικού Έθνους (1453-1821), Αθήνα 1869.
  10. Σημαίες Eλευθερίας, συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, εισαγωγή-κείμενα Ι. Κ. Μαζαράκης-Αινιάν, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1996.
  11. Ψαράς Ι.Δ., Θεωρία και Μεθοδολογία της Ιστορίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 148-160.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου