ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η αρκούδα της άνοιξης

η-αρκούδα-της-άνοιξης-645122

Της Εύας Λόλιου

Ηθελα να καταστρέψω τον κόσμο, καθώς βαθιά με πλήγωνε. Εκεί λοιπόν που μηχανευόμουν τους τρόπους, πάνω στο τοίχο είδα μια μύγα που ζουζούνιζε ευχαριστημένη. Εβγαλα τις ωτοασπίδες και στάθηκα χωρίς ανάσα ακούοντας τα φτερουγίσματά της, που ήταν κατά τρόπο τινά νωχελικά, λες και χορτασμένα απ’ τον ήλιο. Τράβηξα την κουρτίνα, η άνοιξη θ’ αργούσε να επιστρέψει και πίστευα πως είχα αρκετό χρόνο ώστε να πραγματώσω τα σχέδια μου.

Τι μου ’φταιξε η άδολη ψυχή για να τσουρουφλίσω τ’ όμορφα φτερά της; Τις φωλιές ακόμη απ’ τις κουρούνες , τους γλάρους και τ’ αηδόνια.. Τις λεύκες, τις ιτιές, τα χελιδόνια.. Ξάφνου μια μουσική ακούστηκε απ’ έξω διακόπτοντας τις σκέψεις μου, κάποιος που ’παιζε ακορντεόν και δίπλα του ζωηρά ένα ντέφι.. Ανοιξα ελάχιστα τις γρίλιες κρυφοκοιτώντας τον δρόμο και τότες είδα μια μεγάλη τριχωτή κοιλιά, πιο κει ένα κεφάλι με ψαρά μαλλιά κι ένα κόκκινο παπούτσι που πλατσούριζε σε λακκούβα από νερά.. ’’Μα δεν είναι δυνατόν!’’, αναφώνησα κι άνοιξα διάπλατα τα παραθύρια.

Ετριψα τα μάτια μου απ’ το δυνατό φως, είχε γυρίσει πρώιμα η άνοιξη! Ω! κι είχε όλη η γη φουσκώσει σαν ένα μεγάλο ρόδι που έσπασε και σκόρπισε ο άνεμος τα κόκκινα σπόρια του στο λιβάδι. Και απ’ τα μυαλά ακόμη των ανθρώπων ξεχείλιζαν μεθυσμένα τ’ άνθη, βλέπεις φόρεσαν στην αρκούδα κόκκινες γόβες και φουρά, με το ντέφι αγκαλιά χορεύανε την αγαθούλα στη κατάφυτη πλαγιά.. Θα είχε βρέξει από βραδύς, οι αγριοκερασιές με τις μυγδαλιές ξεδίπλωναν τα μυρωδάτα φύλλα τους, στα παρτέρια είχαν σκάσει τα μπουμπούκια απ’ τις τριανταφυλλιές κι ανάμεσα απ’ τις πλάκες της αυλής μου είχε ψηλώσει γυαλιστερό το χορταράκι. Κάθισα στη καρέκλα κι ακούμπησα το κεφάλι μου στο τραπέζι πάνω απ’ τα μάταια σχέδια μου.

Ολα σκεφτόμουν στη ζωή, όλα είναι μάταια κι ακόμη στέναζα μιλώντας βαριά λόγια όπως ’’ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα των ανθρώπων ματαιότης..’’ Κι εκεί στο πιο βαθύ σκοτάδι που έφτανε η ψυχή μου ξαφνικά διέκρινα ένα χρυσό ολόγραμμα* που όλο και μεγάλωνε, σχεδόν φοβήθηκα λες κι έμπαινε, έμπαινε στο σπίτι ένας τεράστιος ήλιος!

Υστερα ο κόσμος που τόσο μισούσα – καθώς βαθιά με πλήγωνε – στεκόταν από κάτω και κοιτούσε με τόση αγάπη τα φωτεινά μου παραθύρια που ψήλωναν στον ουρανό.. Κι έκλαψα, έκλαψα από χαρά, από ντροπή και από χαρά.. Ω!, που μου χαμογέλασες θεέ μου ακόμη μια φορά κι έφερες τούτη την τρυφερή αρκούδα της άνοιξης στη παγωμένη μου καρδιά.

*ολόγραμμα – εδώ μεταφορικά ως ολογραφική εικόνα που αποτυπώνει την τρίτη διάσταση.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου