ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

H παράμεση αδελφή

h-παράμεση-αδελφή-653878

Της Εύας Λόλιου

Βαρέθηκε το σπίτι να μας περιμένει, ’μένα και της αδελφής μου της παράμεσης. Όχεντρες ρημάξαν τη φωλιά μας. Τότε κάλεσε σφοδρότατους ανέμους, λουσμένους με θυμάρια, αγριολούλουδα και σπόρους παραμάσχαλα να φυτρώσουν στα κεραμίδια του οι πράσινοι βλαστοί, να ζουν χορτάτα τα ερπετά. Μας καλούσε το σπίτι να γυρίσουμε μα οι δυο μας είχαμε συμφωνήσει πως δε θα κοιτούσαμε πίσω πια.

Βαθιά στα μάτια της μάνας ατενίζαμε χίλιες νύχτες, με ποια απ’ όλες να παλεύαμε; Γι’ αυτό πήραμε ένα ξημέρωμα τα βαριά μας παλτά και κινήσαμε για την έξοδο. Μα το μεγαλύτερο βάρος δεν έφυγε ποτέ, κατακάθι στη ψυχή μας, η ίδια η μάνα ριζωμένη. Μας παίδεψε τόσο που βάραινε περισσότερο απ’ όλους τους ανθρώπους. Καθώς φτάναμε στον μεσοπόταμο, που χώριζε το παρελθόν απ’ το μέλλον, εμείς τα δυο δάχτυλα της μάνας κρατούσαμε μαύρη πέτρα να ρίξουμε πίσω μας. Κερδίζεται η αγάπη με την υποταγή; Υποτάσσεται το πνεύμα; Ο ήλιος βασίλευε πίσω απ’ το βουνό εξαϋλώνοντας την σιλουέτα της που μας αποχαιρετούσε μάλλον ανακουφισμένη.

Θυμούμαι τις νύχτες, τις παγωμένες κάμαρες, τα σεντόνια που ξυράφιζαν τα γυμνά μας πόδια. Θυμούμαι την μάνα που ’βαζε το σίδερο στη σόμπα, να ζεστάνει τα κρεβάτια μας και μετά να πέσουμε για ύπνο. Στο Λενιώ τα ’δινε στο χέρι, τα λόγια της φαρμακερή φαρέτρα. «Να φέρεις απ’ έξω κάρβουνα. Όχι δα, την είχαμε κοντέσα την γιαγιά σου που τίποτις δεν της άφησες, ίδια μούρη! Να σου δώσω την απόγνωση ’γω να μην είσαι κι εσύ ζώο σαν και δαύτην. Άντε και να ξαναπεράσεις μια σιδεριά σ’ όλα τα κρεβάτια».

Κάθε μέρα έριχνε κι άλλα βέλη, γεμάτα δηλητήριο. Για να μην την μισήσω έσκαβα στο στήθος μου διεξόδους, ακόμη έφτανα το μαχαίρι και στα πιο βαθιά μου κόκκαλα ψάχνοντας δικαιολογίες για την άσχημη συμπεριφορά της στο Λενιώ. Μόλις δώδεκα χρονών, μα δε μ’ άφηνε η μάνα με την αμορφωσιά της να βρω μέσα μου το φως. Είχα χάσει για πάντα τους χάρτες που θα με οδηγούσαν στα ουράνια τόξα και τ’ αστέρια. Γιους και κόρες έπλαθα αγέννητους και κάθε λίγο τους ζύμωνα με την καρδιά και την ψυχή μου. Άδικη μάνα ’γώ , δε θα γινόμουν ποτέ.. Κι εκείνα τα βάζα με τα γλυκά του κουταλιού, με πόση λατρεία τα ’βλεπε η καλή μου αδελφή, λίγη στοργή ζητούσε, λίγη καλοσύνη απ’ την κακιά της μητριά. Μα ’κεινη τα ’κρυβε κάτω απ’ το κρεβάτι στη κάμαρή της και μας φώναζε τα σπλάχνα της ένα, ένα κρυφά για να μας δίνει κάθε βράδυ μια κουταλιά.

Μια φορά δε δέχτηκα το γλυκό της, έτσι απ’ αντίδραση για την αδικία και η μάνα έκλαψε πολύ λέγοντας πως κι εγώ δεν ήμουν δικό της παιδί. Η πρώτη γυναίκα του πατέρα πέθανε στα γεννητούρια, αφήνοντας αβύζαχτο από μητρική αγάπη το Λενιώ μου. Μα είχε μια γιαγιά σωστό άγγελο, μέσα και έξω είχε φτερά να αγκαλιάζει με στοργή τ’ ορφανό. Γι’ αυτό δεν την αγαπούσε η μητέρα, απ’ το ζηλιάρικο σαράκι που έτρωγε τα σωθικά της. Που ’μοιαζε το Λενιώ μου με νεράιδα, άσπρος κρίνος πως φύτρωσε στα φτωχά της χώματα; Να την μαράνει ήθελε, να την ξεριζώσει απλώνοντας την στη σκεπή ελπίζοντας ότι ο ήλιος θα την αποξηράνει για πάντα. Να μην την κοιτά ο πατέρας που ’χε ξανθές τις μπούκλες στο μέτωπο και τον ουρανό στα μάτια. Να μην ανάβει καντήλι στα βλέφαρά της, θυμούμενος την πρώτη του αγάπη.

Τώρα είμαι εδώ και την περιμένω, στο σπίτι μας. Έδιωξα τα φίδια κόβοντας τα ψηλά χόρτα κι άφησα λεύτερα στον αγέρα τ’ αγριολούλουδα. Εχω γιομίσει και πέντε βάζα με γλυκό φράουλα που τόσο της άρεσαν, στολίζοντάς τα με ετικέτες στα χρώματα τ’ ουράνιου τόξου. Κάλεσα και τ’ αδέλφια μας. Βλέπεις το κάθε δάχτυλο από μόνο του δε μπορεί ν’ αγγίξει την ευτυχία, όλα μαζί μ’ ένα κουταλάκι του γλυκού στο χέρι, ίσως..

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου