ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο καλύτερος άνθρωπος

ο-καλύτερος-άνθρωπος-678267

Της Εύας Λόλιου

Πάντα το γνώριζα πως κάτι δε πάει καλά μ’ εμένανε. Να σαν και σήμερα, που όλοι στο τραπέζι κρατούσαν με σιγουριά τα πιγούνια όρθια, τα μάτια σοβαρά και τα λόγια τους μετρημένα. Στα γόνατα είχαν λευκά μαντίλια κι έκοβαν το καρπούζι με το μαχαίρι ψηλά στα κουκούτσια, αφήνοντας αφάγωτο το τραγανό της φλούδας. Μα εγώ παραδόξως είτε μιλούσαν σοβαρά, είτε χαριτολογούσαν ήμουν μόνιμα μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Και όσο το συνειδητοποιούσα, τόσο πάγωνε το αίμα στις φλέβες μου κι ένα ρίγος διαπερνούσε το κορμί μου τσιτώνοντας περισσότερο την παράλογη έκφραση του προσώπου μου. «Λες να χαζοφέρνω;», αναρωτήθηκα. Αχ, θα ’μοιαζα σίγουρα κάποιου συγγενή μου με χαμηλή νοημοσύνη και η μάνα τ’ απέκρυψε.

Ο θειός μου σα να χαζόφερνε λιγουλάκι εδώ που τα λέμε. Καθημερίς την έβγαζε στην θάλασσα μ’ ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Αν σκεφτείς πως τα παιδιά του πεινούσαν κι αυτός γυρνούσε το σούρουπο μ’ αραδιασμένα γράμματα στις τσέπες αντί για σακούλες με τρόφιμα. Που δεν πεινούσαν αληθινά εδώ που τα λέμε, μα η γυναίκα του δεν έκανε καλό κουμάντο.

Όλα στα λούσα, στα μπικουτί και στις πούδρες τα ’τρωγε, που σύννεφο ολάκερο έβγαινε απ’ το παραθύρι και κάθιζε σαν πάχνη πρωινή στα φύλλα της μαλακής λεμονιάς μας. Τότε, όλα τούτα τ’ άκουγα απ’ το στόμα της γιαγιάς μου μέσα απ’ την κουζίνα, για την πείξα και την δείξα της γειτονιάς, που γαμπρίζει παντρεμένη γυναίκα, σα δε ντρέπεται. Βέβαια ήμουν περήφανος για τον θειό μου που σαν ερχόταν στο σχολειό, όλοι οι συμμαθητές μου έπεφταν στην αγκαλιά του για να τους ιστορήσει τα καινούργια του ποιήματα. Και οι δάσκαλοι τον υποδέχονταν με σεβασμό, μόνο που δε του φιλούσαν το χέρι σαν του Παπά Διονύση.

Που παραδόξως εκείνος δε χαζόφερνε, μια και οι δικές του μαύρες τσέπες ήταν γεμάτες απ’ ασημένιες δεκάρες που όλο έτριβε κι έτριβε τ’ ανάγλυφο σταφύλι και το στάχυ τους. Ναι, ο θειός μου δεν απαρνιόταν τα γαλάζια κομμάτια της ζωής που οι άλλοι αλαφιασμένοι τα ξεπερνούσαν στον διάβα τους. Κολλούσε το νου πάνω στα τείχη της ψυχής του κι όλο έφτιαχνε κάστρα για τους πονεμένους και τους ανήμπορους, δροσερούς κήπους από κυκλάμινα και λεμονανθούς, καρποφόρα περιβόλια και φωλιές με γεννήματα χελιδονιών. Κάπου εκεί, σ’ αυτόν τον παράδεισο, είχε βάλει και την θειά μου.

Ψηλά σ’ ένα κλαρί να στέκεται σαν γαλανός άγγελος. Τόσο που την αγάπαγε και την πίστευε.. Ίσως τελικά και να χαζόφερνε ο θειός μου, μα το ορκίζομαι καλύτερο άνθρωπο δεν έχω ξανανταμώσει σε ολάκερη την ζωή μου. Θυμούμαι ένα Πάσχα που γύρισε σπίτι ξυπόλητος. «Που είναι τα παπούτσια σου βρε ακαμάτη, τεμπέλαρε ποιητή της κακιάς ώρας;», του φώναξε αγανακτισμένη η γιαγιά Ευτέρπη.

«Σ’ ένα φτωχό τα ’δωσα μάνα», αποκρίθηκε με κατεβασμένο το κεφάλι. «Σα δε ντρέπεσαι π’ άφηκες τα παιδιά σου νηστικά και γιουρνείς στις θάλασσες, ονειροπαρμένε! Άντρα γέννησα εγώ, ή γλάρο;; Στην φοράδα τα γκέμια δε κρατάς κι έχει πάρει σβάρνα τους αχυρώνες με τ’ άλογα! Φτου σου και ντροπή σου!» του ’πε και μέσα απ’ το στόμα της έφτυσε τα κουκούτσια απ’ το καρπούζι στο λευκό της τότε τραπεζομάντιλο.. Ανεβαίνοντας τις σκάλες για το πλυσταριό στην ταράτσα, έκαμα να τον ακολουθήσω. «Μην τον κάνετε πιότερο χαζό!», με σταμάτησε η άκαρδη αυτή μάνα κλείνοντας μου τον δρόμο. Έτρεξα βιαστικά να κοιτάξω απ’ το παραθύρι της κουζίνας. Μαύρισε ξάφνου μια σκιά το φως κι είδα τότε τα γυμνά του πόδια, πλαγιασμένα στα κοκκινισμένα χαλίκια του δρόμου..

Μόνο μια στιγμή μετά σα να ξύπνησα από κακό όνειρο, βλέποντας τα μάτια τους στραμμένα πάνω μου, άκουσα τον βραχνό σφυριγμό της καρδιάς μου, λες και από βορινό άνεμο χτυπούσαν τα παντζούρια της. Χάθηκε το χαμόγελο απ’ τα χείλη, κλαυθμηρά η τρέμουσα φωνή μου τους αποχαιρέτησε. «Δεν ήμουν χαζός, του ποιητή θειού μου έμοιαζα, ’κείνου του ονειροπόλου…».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου