ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τα χρόνια των γιασεμιών

τα-χρόνια-των-γιασεμιών-784948

Της Εύας Λόλιου

Δούλευε ο πατέρας πάνω στην αγάπη, ολόδικός του ένας ολάνθιστος κήπος με πολύχρωμα άνθη, ροζ, κόκκινα και λευκά μπουμπούκια. Μπόλιαζε την κληματαριά τρυφερά, να βγάζει όμορφες φράουλες η μαύρη σουλτανίνα, να ’χει παχιές φυλλωσιές, γλυκούς ίσκιους να μας προστατεύουν απ’ τα αγγίγματα του ήλιου τα ιδρωμένα μεσημέρια. Αφού έξυνε τα κεκράρια, τα βόλευε τρυφερά στη μέση του σκισμένου κορμού σκεπάζοντας τα με μπαμπάκια.

Μια γλάστρα κούφια στο πάτο να μη μπάζει αέρα στα πλευρά, φρέσκο χώμα και νερό. Σε τούτο τον επίγειο παράδεισο λοιπόν γεννήθηκε και η δική μου ψυχή, μέσα σ’ ένα ολόλευκο ανθό γιασεμιού.

Η καλοσύνη του πατέρα ήταν μη διαιρετή για εμάς τις κόρες του, δε μας ξεχώριζε. Μόνο που είχε πιότερες υποχρεώσεις στη φροντίδα, καθώς γεννηθήκαμε θηλυκά, λεπτεπίλεπτα κι εύθραυστα. Δακρύζανε τα μάτια του απ’ την ανόθευτη ομορφιά που μόνο η φύση και ο θεός επιβάλλουν. Αγόραζε μεταξένια υφάσματα να ντύνει την αθωότητά μας και χρωματιστές κορδέλες να ’χουμε ψηλά τα μαλλιά και καθαρά τα πρόσωπα.

Θυμούμαι που καθόμουν στα γόνατα του κι έχωνε το πρόσωπό του στα μαλλιά και μου μιλούσε. «Γιασεμάκι μου, άραγες στον κόσμο τούτο γεννήθηκε ο πρίγκιπας που θα σε πάρει απ’ εμένα; Ποιος κηπουρός και ποια κληματαριά τον έχουνε αναθρέψει; Το σκέφτεσαι αυτό Γιασεμάκι μου; Σε κάποιο κήπο έχει αναστηθεί η αγάπη σου, μα δεν χτίστηκε ακόμη ’κείνο το γιοφύρι που θα σας ανταμώσει».

Έσκυβα τότε στην καρδιά του ακούγοντας τον φόβο της κι’ ύστερα ακουμπούσα στον ώμο του κοιτώντας την καγκελόπορτα της αυλής. Με τις αδελφές μου κόβαμε τα φύλλα τ’ αμπελιού, τρυφερά σαν ήταν και φτιάχναμε ντολμάδες με ρύζι. Αρεσε τόσο πολύ στον πατέρα τούτο το μαγειριό που μπαινόβγαινε στην κουζίνα ανάμεσα στις φούστες μας και μπέρδευε το τύλιγμα. Να μια κουταλίτσα απ’ το μισοβρασμένο ρύζι, να ένα κοτσάνι και λίγο άνηθο στο στόμα.

Τον αγαπούσαμε τον πατέρα, όπως αγαπούν τα άνθη τον δημιουργό τους. Μα υπέφερα που τον άκουγα να κλαίει παράπονα στην κληματαριά. «Πως μ’ άφηκες μοναχό Σουλτάνα μου; Να, για δες τα παιδιά μας π’ ανθίσανε και όλο κοιτούν την πόρτα. Μα τ’ άλογα θεριέψανε στους δρόμους και φοβούμαι για τα λουλούδια μας, μη τυχόν τα πατήσουν..»

Εγώ του ’πα μια ημέρα που στέναζε η καρδιά του απ’ αγωνία ενώ έπαιζε καχύποπτά ο ήλιος πίσω απ’ τις κληματόβεργες, ότι δε θα παντρευτώ. Κανείς δε θα μ’ έκοβε απ’ τον κήπο της ψυχής του, μόνο εκεί τινάζονταν λευκά τα άνθη μου. Ναι, θα ’μενα κοντά του για πάντα, θα φύτρωνα ’κόμη και στη γη που θα σκέπαζε την αγάπη.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου