ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Ο γίγαντας της καρδιάς μου

ο-γίγαντας-της-καρδιάς-μου-820713

Της Εύας Λόλιου

Τούτο το ταξίδι μου θα ήταν το τελευταίο. Χρόνια έψαχνα την αγάπη, δεν είχα άλλες αντοχές, θάμπωσε πια το όνειρο. Να λοιπόν που βρισκόμουν εμπρός στις τελευταίες μου δρασκελιές στη ζωή.

Ψηλά στη κορυφή του βουνού περίμενα πως θα συναντούσα άγρια βράχια και γκρεμνούς να χύνονται έως τις ακτογραμμές του φουρτουνιασμένου Αιγαίου μα προς μεγάλη μου έκπληξη απλωνόταν μια καταπράσινη κοιλάδα που την έσχιζε στα δύο ένα γαλάζιο ποτάμι. Τις όχθες του στόλιζαν πολύχρωμες πεταλούδες που ξεδιψούσαν κουρασμένες απ’ τον τρύγο των διάσπαρτων αγριολούλουδων. Μεγάλες ροδακινιές, γιομάτες μαργαριταρένια ανθάκια τινάζονταν έως τον ουρανό κι έλουζαν τον αέρα μ’ αρώματα αγνά και θεία.

Νόμισα για μια στιγμή πως είχα πεθάνει και βρισκόμουν στον παράδεισο. Τσιμπήθηκα για να νιώσω ανθρώπινο πόνο, αφήνοντας στο μπράτσο μου κόκκινο σημάδι. Ημουν ζωντανή.

Ξάφνου ένας δυνατός κρότος τάραξε την γλαφυρότητα της στιγμής. Μεγάλοι βράχοι εκσφενδονίζονταν πέφτοντας στην θάλασσα. Φάνταζαν σαν νεογέννητα νησιά απ’ εδώ ψηλά. Πίσω απ’ τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων, μόλις ξεπρόβαλλε το τεράστιο κεφάλι ενός ανθρώπου, με ολόπυκνα σγουρά μαλλιά και μακριά γκρίζα γενειάδα! Ένας ολοζώντανος γίγαντας! Δε μπορεί να ήταν όλο αυτό πραγματικότητα, σκέφτηκα κι έτριψα τα μάτια μου μέχρι που τον είδα να ξεκολλά τα πέτρινα τείχη του βουνού, δίνοντας θέση στο αγνάντι του γαλάζιου.

Ιδρωμένος ως ήταν και κατάκοπος, νευρίαζε με τα πετροχελίδονα που τιτίβιζαν παιχνιδιάρικα γύρω του.

«Αντε στο καλό, για το νοτιά!», τους φώναζε, «άντε και θα σας στείλω στον Χιονιά!» Υστερα ’κείνα κάθονταν υπάκουα πια στα κλαριά των δέντρων και γλυκοτραγουδούσαν. Δεν ήταν κακός, το ένιωθαν. Εκαμα να φύγω αθόρυβα μα ένα δυνατό κλάμα με σταμάτησε.

Προχώρησα ανάμεσα στους δακρυσμένους κορμούς των δέντρων ακολουθώντας τα πετάγματα μιας νυχτοπεταλούδας προς το ξέφωτο. Κρυμμένη πίσω από μια θαμνώδη τριανταφυλλιά, γεμάτη με ολόλευκα μπουμπούκια, παρακολουθούσα τον γίγαντα. Σκούπισα τα χέρια στο παντελόνι μου που λέρωσαν απ’ το ρετσίνι.

Καθισμένος σε μαρμάρινο θρόνο, στα πόδια ενός αγάλματος έκλαιγε γοερά. Μια όμορφη πριγκίπισσα! Μια πέτρινη πριγκίπισσα!! Που ’χε μάτια ζαφείρια, κορμί ολόχρυσο που ’λαμπε απ’ τα πορφυρένια λέπια που το στόλιζαν!

Αυτές τις σκληρές πέτρες λοιπόν ξεκολλούσε ο δύστυχος γίγαντας, που την είχαν θαμμένη στην αιωνιότητα. Πέτρες που έριχνε ο ουρανός, έτσι γιατί κάποτε τον πλήγωσαν οι γίγαντες. Δαγκώθηκε η ψυχή μου, πλησίασα τον ψηλό άνθρωπο ατρόμητη και στάθηκα μπρος του. Χρόνια γύρευα τον δικό μου πρίγκιπα, τσάπιζα στην ψυχή μου παραδείσιους δρόμους για να τον βρω.

Μάταια.. Μα τούτος ο γίγαντας, μωρός ως ήταν, δε γνώριζε τον τρόπο ν’ αναστήσει την αγάπη του. Κι είχε μια καρδιά μεγάλη που έφτανε και για τους δυο! Αρκεί ένα κομματάκι της και η πριγκίπισσα του θα ξυπνούσε. Αλλά στα μάτια του έβλεπα ένα παιδί που φοβόταν το πόνο. Γι’ αυτό νόμισε πως με τα δυνατά μπράτσα του θα νικούσε τον θάνατο. «Με την αγάπη αγαθέ μου γίγαντα, με την αγάπη νικούμε τον ουρανό..» του είπα και τότε ήταν που κατάλαβα τον προορισμό της ζωής μου.

Μ’ ένα αστραφτερό μαχαίρι ξερίζωσα το κατακόκκινο ρουμπίνι απ’ το στήθος μου. Γονάτισα στην αγάπη του αγαθού γίγαντα, προσφέροντας την καρδιά μου στην όμορφη πριγκίπισσα και σαν πεταλούδα έγειρα στο γαλάζιο ποτάμι, να ξαποστάσω.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου