ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό που έβρεχε σφαίρες

μια-φορά-κι-έναν-καιρό-που-έβρεχε-σφαίρ-833031

Της Εύας Λόλιου

Μια φορά κι έναν εμπόλεμο καιρό κρύωναν τα παιδιά μας στην Ελλάδα, μα δε φοβόντουσαν.. Τα ’βλεπες στις πλατείες να παίζουν με τα πεσμένα όπλα, τις σφαίρες και να παριστάνουν τον έναν και τον άλλον στρατιώτη, πως τάχατες θα ήταν αν ζούσε και πόσα αεροπλάνα απ’ τον ουρανό θα έριχνε..

Λύναν τις μπότες απ’ τους πεσόντες και χωρούσαν δυο δυο τα μικρά τους πόδια, ύστερα ανέβαιναν τ’ άλλα στους ώμους, στις πλάτες παίζοντας την γαϊδούρα και έτσι έφταναν ψηλά στα σύννεφα να στήσουν καρτέρι στον εχθρό..

Μια φορά κι έναν μολυβένιο ουρανό πεινούσαν τα παιδιά μας στην Ελλάδα και μάλωναν με τα πουλιά για ένα ξεροκόμματο.. Τα έδιωχναν απ’ τα σκουπίδια για να μάθουν να τραγουδούν όταν πρέπει στις αυλές, και όταν θα γυρνούσε η άνοιξη..

Δεν ήταν καιρός τότε για ποιήματα, τ’ όμορφα λόγια ήταν κρυμμένα καλά, μη τα πιάσουν οι εχθροί και κάψουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Μα ήταν και έξυπνα που ξάπλωναν ανάμεσα στις σωρούς και την νερουλή λάσπη για να περάσουν τα τανκς, κάνοντας τα πεθαμένα.. Δίπλα τους έβαζαν τον νεκρό σκύλο, την γάτα κι ένα λευκό περιστέρι στο στόμα της αφάγωτο, να χαρεί ο εχτρός και να φύγει..

Μόνο για τα πουλάρια φοβόντουσαν μη σκοτωθούν και τα ουράνια τόξα.. Που αν έπεφταν τα γιοφύρια, δε θα ’χαν όνειρα σταλιά να επιστρέψουν στην ειρήνη και ας κέρδιζαν οι πεθαμένοι τον πόλεμο..

Τα ’κρυβαν βαθιά στα πανωφόρια τους ’κείνα τα χαρτιά που ζωγράφιζαν κρυφά τις νύχτες με τα όμορφα, απέραντα γαλανά λιβάδια.. Και όταν τους ρώταγε ο εχτρός αν πεινούν, ΟΧΙ, ΟΧΙ του ’γνεφαν καθώς ήταν χορτασμένα..

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου