ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Φορώντας μόνο τη βροχή

φορώντας-μόνο-τη-βροχή-841650

Της Εύας Λόλιου

Κακό πράμα η φτώχεια στον άνθρωπο.. Τι βρόμικο πρόσωπο, ακούρευτο κεφάλι κι ασυμμάζευτο να τριγυρνά στους δρόμους με τα μισοφαγωμένα παπούτσια και τα χιλιομπαλωμένα ρούχα της.. Η φτώχεια στον άνθρωπο τι άσχημη που είναι.. Αυτά σκεφτόμουν κοιτώντας την αθλιότητα αντίκρυ μου κι ήθελα ’κείνη την στιγμή ν’ αφαιρέσω από πάνω μου ό,τι μ’ έντυνε και να τρέξω να τα δώκω σ’ αυτόν τον καταφρονημένο άστεγο.

Εβαλα το χέρι βαθιά στην τσέπη μου και μέτρησα ίσα με είκοσι ευρώ, δυο πεντάευρα ακόμη, τέσσερα δίευρα, δυο πάλι πενηντάλεπτα κι ένα μονό. Δεν είχα κι εγώ παραπάνω, καθώς τελείωνε ο μήνας και περίμενα να πληρωθώ τον πενιχρό μου μισθό. Τσικ τσικ, άρχισε να βρέχει πάνω στα φύλλα κι έβλεπες τους περαστικούς απ’ τη μικρή πλατεία της Βαγγελίστρας- όσοι δηλαδή δεν είχαν προνοήσει να κρατούν μια ομπρέλα- να τρέχουν δεξιά κι αριστερά τρομαγμένοι να προστατευτούν στα υπόστεγα με τις χρυσές βουκαμβίλιες..

Μέχρι κείνη την στιγμή δεν με είχαν κοιτάξει τα τρομερά του μάτια, μόνο ένα πουλάκι αγάπησαν που κάθονταν στην άκρια απ’ το παγκάκι κρατώντας ένα μικρό μειδίαμα στα ξεραμένα του χείλη, μέχρι κείνη την στιγμή που πέταξε για να κρυφτεί στο καμπαναριό, δε με είχαν δει. Καθίσαμε έτσι αντίκρυ να κοιτιόμαστε κάμποση ώρα, που και που γυρνούσε το κεφάλι του μπρος και πίσω από αμηχανία, έξυνε το μέτωπό του, τ’ αχτένιστα μούσια του κι έπλενε τις λερωμένες παλάμες του με τη βροχή. Ξάφνου η πόλη ησύχασε, δεν ακούγονταν λεωφορεία και αυτοκίνητα, πάγωσε θαρρείς ο χρόνος.

Μόνο την αγωνία άκουγα απ’ τα βρεγμένα του ματοτσίνορα που ανοιγόκλειναν μη και είμαι όνειρο και την ανάσα του που έπεφτε με τις σταγόνες της βροχής στη γη. Θα’ χε καιρό να κοιταχθεί έτσι απ’ άνθρωπο, ποιος ξέρει, εκτός απ’ τα σπουργίτια και τ’ άγρια σκυλιά που τριγυρνούσαν κι αυτά πεινασμένα στις προσφυγικές γειτονιές. Θα ’χε καιρό ίσως να φάει, να κοιμηθεί απ’ τα παράπονα του σώματος και της ψυχής του, που μια τον χτυπούσε απ’ εδώ και μια απ’ εκεί, βαθιά στα πλευρά η ζωή.

Πήρα μια μεγάλη ανάσα, έπεσε κι αυτή κάτω βαριά, ένας σπίνος την ράμφισε και πέταξε προς τα ψηλά. Ξεκίνησα απ’ τα παπούτσια μου, θα του έκαναν, δε μπορεί, δεν ήταν μεγάλος, ίσα με σαράντα χρονώ και είχε σχεδόν τον ίδιο σωματότυπο κι ανάστημα με μένα. Έπειτα το πουκάμισο, το φανελάκι, το παντελόνι, τ’ άφησα όλα εκεί. Μέσα στην δεξιά τσέπη θα έβρισκε είκοσι ευρώ, δυο πεντάευρα ακόμη, τέσσερα δίευρα, δυο πενηντάλεπτα κι ένα μοναχό.. Καλό πράμα η αγάπη στον άνθρωπο.. Τι όμορφο πρόσωπο, μουσκεμένο κεφάλι κι ασυμμάζευτο να τριγυρνά στους δρόμους χωρίς παπούτσια, δίχως ρούχα φορώντας μόνο την βροχή.. Η καλοσύνη στον άνθρωπο τι όμορφη που είναι.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου