ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Οι μάγισσες

οι-μάγισσες-774735

Της Εύας Λόλιου

Ηταν γεμοφέγγαρο, κοιμόταν αστραφτερό το όνειρο, άλλαζε πλευρό στον ύπνο του. Φθινοπώριασε σχεδόν, το βεβαίωνε το χασμουρητό των ξεκομμένων απ’ την ζωή πράσινων φύλλων στα σκοτεινά μονοπάτια του χωριού.

Δεν είχα ύπνο, φοβόμουν πως δε θα ξανάβλεπα Ανατολή, και καθόμουν ξάγρυπνη πάνω στο βράχο της Παναγιάς. Είχε ’κόμη λίγο λάδι το καντήλι, μα το πλαστικό μπουκάλι ήταν γιομάτο, χρύσιζε κι αυτό απ’ τα αγγίγματα της σελήνης.

Ζεσταινόμουν και σκέφτηκα να χωθώ στη ρεματιά του χωριού, να πλατσουρίσω λίγο στα κρυσταλλένια νερά της λίμνης. Κρυμμένο το μονοπάτι στα τρίσβαθα της ψυχής μου, που γνώριζα μόνο εγώ να διαβώ. Είχε φόβους παιδικούς ακόμη απ’ τα παραμύθια που μας ΄ξιστορούσε η γιαγιά, μάγισσες και νεράιδες. Είχε και αρώματα που γαργάλιζαν τα ρουθούνια μου με αόρατα χέρια. Μια τέτοια περπατησιά έως το ρέμα θα άφηνε πίσω μου τα αποτυπώματα των χρυσών παπουτσιών μου, ωσάν παιδί ακόμη.

Πήρα το θάρρος να προχωρήσω απ’ την χλωμή σελήνη, κρατούσε ένα λευκό κρίνο στο στόμα. Λίγο πριν φτάσω άκουσα σαν ανάσες, ψιθύρους να ακολουθούν τα βήματα μου. Τρόμαξα και κρύφτηκα πίσω απ’ το κορμό ενός πλατάνου. Κοίταξα την ώρα στα άστρα, ζύγιαζε δώδεκα. Δε βιάστηκα να βγω απ’ την κρυψώνα για καλό μου.

Ξάφνου γαλάζια πουλιά έκαναν την είσοδο τους και από πίσω ακολουθούσε ένα μαλαματένιο σύννεφο. Ετριψα τα βλέμματα μου, να πιστέψω ότι δεν τυφλώθηκα απ’ το τόσο φως. Στρίγγλικα τα γέλια της άμαξας, τσίριζαν οι ρόδες της απ’ το απότομο φρενάρισμα των πουλιών που την έσερναν, ανατρίχιασαν την καρδιά μου. «Θεέ μου», σκέφτηκα, «Νεράιδες!!! Μάγισσες!!!».

Τούτη η νύχτα έμοιαζε με αγνό λουλούδι, με μια ματιά ωχρή, αδύναμη μα ένιωθα πως ήταν μαχαίρι κρυμμένο πίσω απ’ το προσωπείο του φεγγαριού.

Πήρα την αιχμηρή επιλογή προχωρώντας αθόρυβα προς το ρέμα. Δεν είχα φτάσει ποτέ στο τέλος του παραμυθιού μέσα μου. Τότε τις είδα! Ολοζώντανες, μπρος τα μάτια μου! Ολόγυμνες, ολόιδιες με την Εύα του Παραδείσου! Χωρίς φύλλο συκής.. Είχαν πετάξει άγκυρες στον ουρανό, τον τραβούσαν χαμηλά. Αναμμένα άσπρα κεριά επέπλεαν μέσα στο φεγγαρόνερο. Μια από δαύτες διαλογιζόταν στον ασημένιο δρόμο του νερού, μια άλλη έβαζε φωτιά σε ξερά φύλλα καίγοντας κανέλα και φλούδες πορτοκαλιού.

Αχ, άνοιξε η ψυχή μου απ’ τις μυρωδιές, ιερές, θείες, πως λεύκαναν τα εσώψυχά μου.. Λιβάνια θάμπωναν το φως του φεγγαριού που όλο και πλησίαζε στη λίμνη, όλο και έμοιαζε μικρότερο. Σαν το ’πιάσαν στα τσουρουφλισμένα χέρια τους οι μάγισσες, σκοτείνιασε η πλάση. Οι σκιές των κεριών στους βράχους μου φανέρωναν το έγκλημα. Το βασάνιζαν το δόλιο, ξεζουμίζοντας το μέσα στα νερά, παίρνοντας όλη του την δύναμη. Κι ύστερα το πιο παράλογο πράγμα που ’χω δει σε ολάκερη την ζωή μου.. Έκλαιγαν όλες μαζί από πάνω του, μαζεύοντας τα δάκρυα τους σε στάμνες…

….Ξημέρωσε η τελευταία Ανατολή του Αυγούστου. Ο ήλιος λογικός ως ήταν, με χαστούκισε παιχνιδιάρικα να ξυπνήσω. Στα χέρα μου κρατούσα ένα κρίνο και ένα γαλάζιο φτερό.. Βούτηξα την μύτη του στη χρυσή σκόνη που βρήκα στα δάχτυλα των ποδιών μου και έγραψα , «ΤΕΛΟΣ».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου