ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο Κυρ – Αλέξανδρος

ο-κυρ-αλέξανδρος-75841

Της Εύας Λόλιου

Ετρεχα μέσα στα σοκάκια του νησιού, να φτάσω γρήγορα στο σπίτι του Κυρ – Αλέξανδρου. Να του ιστορήσω τους καημούς που ‘χα μέσα στις χούφτες μου περίσσιους. Eκαιγαν τα δάχτυλά μου λες από κάρβουνα που ‘πιασα απ’ τα σπλάχνα της γης. Τι και αν τα χελιδόνια νωρίς πριν ξημερώσει μπήκαν μέσα στο σπίτι μου και πετούσαν προς την θάλασσα. Κι η θάλασσα ήταν τόσο κοντά να πάω να τα σβήσω.. Μα εγώ εκεί, με πείσμα στον πόνο τον ανυπόφορο που απαντήσεις δεν έπαιρνα, τον Κυρ – Αλέξανδρο έψαχνα να τον ρωτήσω για την κόλαση και τον Παράδεισο. Που δεν έχουν τελειωμό τα πάθη και οι καημοί του κόσμου.. Που δρόμο μυστικό για το φως δε βρήκα άλλον παρά μόνο να πάω να βουλιάξω με τα άλλα κανόνια έξω απ’ το Μπούρτζι.

Τον βρήκα να κάθεται στην αυλή του, ακουμπισμένο στο λεπτό κορμό μιας μαλακής βουκαμβίλιας. Χάζευε τα παιδιά και το μικρό καράβι που έσερναν στο πλακόστρωτο. Σιωπηλός, ήσυχος μ’ ένα θαλασσί ανθό σαν φτερό να γυαλίζει στις μαύρες χάντρες των ματιών του. Τον χαιρέτησα ευλαβικά και ήταν εκεί λες από χρόνια πολλά να με περίμενε. Ανεβήκαμε μαζί στο δωμάτιο του, μόνο το τρίξιμο της ξύλινης σκάλας ακούστηκε απ’ τα βαριά μου βήματα. Βόγκηξε ο σελτές που κάθισα, αναστέναξαν οι σούστες και γέμισε το δωμάτιο ανασαιμιές.

Είχε αναμμένο το καντήλι η μάνα του σ’ ένα μικρό γυάλινο κρασοπότηρο, ίσα – ίσα που διέκρινα τα δάκρυα στα μάτια της Παναγιάς. Στάθηκε στο παραθύρι, χάθηκε μέσα «στο μπλε που ξόδεψε ο θεός να μην τον βλέπουμε» κι ύστερα στο θαλασσί του Αιγαίου, πίσω απ’ τον άσπρο Σταυρό που στέκονταν αγέρωχος στον λόφο. Ακούμπησε το μάγουλό του στο ρυτιδιασμένο κάσωμα χαϊδεύοντας τρυφερά με τα δάχτυλά του το περβάζι. Μου ‘γνεψε να πάω κοντά του στην θέα κι είδα τότε το φως που έψαχνα μέσα απ’ τα μάτια της ψυχής του.

Την θάλασσα, την θάλασσα, την θάλασσα! Και τα παιδιά μαζί με τα χελιδόνια, τον Κυρ – Αλέξανδρο καπετάνιο, τους γλάρους στο κατάστρωμα κι όλα τα βάσανα κλεισμένα στα αμπάρια να τρέχουν προς το λιμάνι..

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου