ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Πώς βρεθήκαμε εδώ;

πώς-βρεθήκαμε-εδώ-104110

Της Εύας Λόλιου

Πώς βρεθήκαμε εδώ; Σύννεφα με τρομάζουν

οι λόφοι, τ’ άγρια βουνά θαρρείς αναστενάζουν,

ένα πουλί τόσο μικρό μόνο παραμιλάει

τη μάνα του που έχασε μες στη νυχτιά ζητάει.

Τούτο το μέρος είναι φρικτό! Το βλέμμα σαν γυρίζει

θάλασσα που ’ναι σκοτεινή κι ο άνεμος σφυρίζει

κι ούτε φωτάκι στεριανό στο πέλαο ατενίζει

μήτε ένα άστρο γιορτινό ψηλά ν’ αρμενίζει.

Πάει σ’ ανθρώπινη φωλιά, τα παραθύρια της κλειστά

η καταφρόνια, η απελπισιά του χαρακώνουν την καρδιά,

μια κόρη που ’ναι ζωντανή το νεκροκρέβατο φιλεί

που ’χασε μάνα κι αδελφή, πού να γνωρίζει το πουλί;

Με μιας ανοίγει ο ουρανός, άγριος, πληγωμένος !

Τα μάτια κόρης και πουλιού σαν ντύθηκε θλιμμένος,

εζήτησε ο σπλαγχνικός την κάπα του ο ήλιος να φορέσει

και στα κλαριά των δέντρων το φως γοργά να επιστρέψει.

Πώς μετοικήσαμε εδώ; Η γης λουλουδιασμένη

στους λόφους τρέχουν ποταμοί θαρρείς παραδεισένιοι

κι ένας αοιδός την άνοιξη που ’λθε να μαρτυρήσει

μες στην ποδιά της Παναγιάς γλυκά θα κελαηδήσει.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου