ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Τo τίμημα της αγάπης ~ Τραγική ιστορία σε χωριό του Πηλίου

τo-τίμημα-της-αγάπης-τραγική-ιστορία-σ-140933

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Η ζωή γράφει πολλές φορές σενάρια που δεν συναγωνίζονται σε δράση, πλοκή, τραγικότητα και ήθος των ηρώων της με κανένα από αυτά της τηλεόρασης και των μυθιστορημάτων. Τα περισσότερα αληθινά σενάρια παραμένουν άγνωστα κρυμμένα βαθιά στις καρδιές των ηρώων και των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν και άλλα γίνονται γνωστά στις σελίδες των εφημερίδων από δημοσιογράφους, που κυνηγούν τα συνταρακτικά ρεπορτάζ.

Η δική μου αληθινή ιστορία είναι παλιά, που ξετυλίγεται σαν μαγευτικό παραμύθι που συνεπαίρνει με την ομορφιά, τις ηθικές αξίες, το «παραστράτημα» και τη θυσία της κεντρικής ηρωίδας. Τέτοια θυσία εκείνα τα χρόνια ήταν προσωπική υπόθεση και στο πλαίσιο των περιορισμών και των απαγορεύσεων των κανόνων.

Μου την εξομολογήθηκε ηλικιωμένος γέροντας, όταν του έπαιρνα συνέντευξη για κάποια γνωστή οικογένεια του Πηλίου.

Φαίνεται ο γέροντας ένιωσε την ανάγκη με την αναδρομή των γεγονότων και το πισωγύρισμα των εποχών να βγάλει από τα εσώψυχά του αυτό, που τον έκαιγε χρόνια τώρα, το κουβαλούσε από τον πατέρα του και τον βάραινε πολύ. Ηξερε τη μοίρα του και ήθελε να αποδεσμευτεί από τους ηθικούς κανόνες της κοινωνίας που μεγάλωσε και έζησε.

Ενιωσε πως εγώ, μια άγνωστη, μπορούσα να γίνω ο εξομολόγος του, να κουβαλήσω το δικό του φορτίο και κείνος να ξαλαφρώσει.

Αρκεί να μην έλεγα σε κανέναν τα ονόματα και το χωριό…

Και άρχισε με σιγανή φωνή σαν να ντρεπόταν για τα λόγια του.

«Δύσκολες οι σχέσεις, σαν το ποτάμι που κυλά μέσα στα βράχια. Τίποτα ξένο δεν χωρά κι ό,τι σφηνώνεται φεύγει».

Αρχές της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα που πέρασε σε κάποιο χωριό του Πηλίου.

Η οικογένεια του πατέρα του ήταν από κείνες που διαφέντευαν τον τόπο. Καπνέμπορος ο πατέρας του Κωνσταντής με πολλά κτήματα και περιουσία, με μεγάλο τρίπατο αρχοντικό και υπηρετικό προσωπικό είχε παντρευτεί τη μητέρα του την όμορφη Αλεξάνδρα με προξενιό. Η Αλεξάνδρα ήταν ορφανή και πολύ νέα σε ηλικία. Δεν ήταν τυχαία νύφη, είχε την περιουσία της και το καλό της όνομα, αλλά ήταν μονάχη, χωρίς γονείς. Ετσι έγινε νύφη, μπήκε στη μεγάλη οικογένεια με τα πεθερικά και τους κουνιάδους, ο κόσμος μεγάλωσε, απλώθηκε, φορτώθηκε ευθύνες και υποχρεώσεις και αποζήτησε την αγάπη και τη στοργή, που της έλειπαν. Ο Κωσταντής καμάρωνε για την ομορφιά, τη σύνεση και την ηθική της γυναίκας του και της έδειχνε την αγάπη του φέρνοντας τα καλύτερα φορέματα από την Ευρώπη, τα πιο ακριβά στολίδια από την Ανατολή, τα πιο σπάνια πορσελάνινα σερβίτσια από τα Βαλκάνια. Εκείνη φρόντιζε να τον περιποιείται μόνη της, να τον αγαπά, να τον φροντίζει και να τον σέβεται ως αφέντη και κύρη της. Δεν μιλούσε για τα παράπονά της από τα πεθερικά της και τα αδέλφια του, μόνο τα κρατούσε μέσα της φυλαγμένα να μην ανασάνει και φανερωθούν και στενοχωρήσουν τον κύρη της.

Δύναμη ζωντανή υπομονής και αστείρευτης αγάπης, είχε την ικανότητα να αγκαλιάζει και να προστατεύει το σπιτικό της.

Η ευτυχία του ζευγαριού μεγάλωσε, όταν ήρθαν τα παιδιά, δύο σερνικά και μια θυγατέρα. Ο Κωσταντής καμάρωνε για τους διαδόχους του και τη διατήρηση του οικογενειακού ονόματος και η Αλεξάνδρα για την καλή ανατροφή των παιδιών της.

Σαν περπατούσε στα πέτρινα καλντερίμια, ψηλή, αεράτη και λυγερόκορμη με την ξανθιά πλεξούδα να αγκαλιάζει τους ώμους, τα γαλανά σπινθηροβόλα μάτια της να εποπτεύουν τη ζωή και τη μοίρα, τα προσεγμένα ρούχα της, έμοιαζε με ξωτικό που ξέφυγε από την παρέα και της πήραν το κεφαλομάντηλό της.

Δεν περπατούσε σέρνοντας τα βήματά της, αλλά με τα αστέρια στα μάτια και τον άνεμο στα μαλλιά, αέρινα διέσχιζε σαν σκιά γοητεύοντας νέους και γέρους.

Πολλές φορές ο Κωσταντής σκέφτηκε μήπως η Αλεξάνδρα ήταν κάποια νεράιδα από κείνες που μένουν με τους ανθρώπους στους μύλους και στα ρέματα. Κάποιες στιγμές σκέφτηκε να κρύψει και το πολύχρωμο λουλουδάτο κεφαλομάντηλο για να μην του φύγει σαν τα άγρια ξωτικά.

Είχε ακούσει, πως, σαν ήτανε μικρή, την κυνηγούσε, σαν πήγαινε στη βρύση, ένα παλικάρι του χωριού να της κλέψει το κεφαλομάντηλο και να την αναγκάσει να τον παντρευτεί.

Αυτή όμως δεν επέτρεπε σε κανέναν κάτι τέτοιο και τον περίμενε στο μονοπάτι, με το φύσημα του ανέμου.

Κάποια μέρα εμφανίστηκε ένα πρόσωπο, με ιδιαίτερη θέση στο χωριό, στη θέση του χωροφύλακα, που αρρώστησε και όλα άλλαξαν. Ηταν από κείνους τους άνδρες που τους προίκισε ο Θεός με ομορφιά, αλλά με κακόβουλο και πρόστυχο χαρακτήρα.

Οταν συνάντησε την Αλεξάνδρα για πρώτη φορά στο σπίτι του Κωσταντή την έφαγε με τα μάτια την ώρα που τον περίμενε.

Αυτή στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Αλλο την ένοιαζε, πώς να φανεί σωστή οικοδέσποινα. Ο Κωσταντής δεν άργησε να εμφανιστεί και η προκλητική στάση του χωροφύλακα ξεχάστηκε.

Ομως, επειδή οι συναντήσεις της οικογένειας με τον χωροφύλακα και την οικογένειά του, που είχε εγκατασταθεί στο χωριό, ήταν πιο συχνές, έγινε αντιληπτή η προκλητική συμπεριφορά του στον Κωσταντή. Η Αλεξάνδρα προσποιήθηκε στον άνδρα της πως ούτε και που το πρόσεξε. Από τότε άρχισαν τα προβλήματα για κείνη.

Ο χωροφύλακας έγινε η σκιά της και κάποια μέρα την ώρα που η Αλεξάνδρα ξεμάκρυνε από τις άλλες γυναίκες, την πλησίασε και προσπάθησε με πρόστυχες χειρονομίες και άσεμνα λόγια να δείξει την αδιαντροπιά του.

Πάλεψε να του ξεφύγει και το πρόσωπό της έχασε τη γλυκύτητα και την ηρεμία. Προσπάθησε να φτιάξει τον πλούσιο χείμαρρο των μαλλιών της που χυμένα σχεδόν έξω από το μαντίλι της έδιναν μια άλλη μορφή. Τον αρνήθηκε και τον έδιωξε.

Πήγε καθυστερημένα στο σπίτι της και προσπάθησε να κρύψει την αναστάτωση της ψυχής της. Σε ερώτηση του Κωσταντή αν έγινε κάτι το ιδιαίτερο στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, που πήγαν να καθαρίσουν και να ετοιμάσουν για το πανηγύρι, απάντησε κουνώντας αμήχανα το κεφάλι της. Δεν ήταν στον χαρακτήρα της, αλλά περισσότερο έτσι πίστευε πως έπρεπε να κάνει, να αποσιωπήσει το γεγονός σαν να μην έγινε ποτέ.

Συνεχίζεται…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου