ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Αίγιο – Εγκατάσταση

αίγιο-εγκατάσταση-172717

Της Ελένης Σεφεριάδου – Πρίντζου

Ηπαλιά Ρέμβη ήταν το μεσημβρινό μας στέκι. Εκεί πηγαίναμε για μπάνιο στις μεγάλες ώρες του καλοκαιριού όταν ο ήλιος μεσουρανούσε. Βρίσκαμε απάγκιο, δροσιά κάτω από τα μεγάλα δένδρα και προπαντός ησυχία.

Κατεβαίναμε στη θάλασσα, από μία σάρα που είχε χαραχθεί από γενιές λουομένων και περιπατητών. Στραφτάλιζε μπροστά στα πόδια μας και το απέραντο γαλάζιο λαμπερό θύμιζε τις σημερινές Κυκλάδες. Ερχότανε και η Πόπη από τη Νέα Ιωνία με το λεωφορείο που τερμάτιζε από τότε στον Αναυρο. Με χαιρετούσε από μακριά με το χέρι, ερχότανε και η Φωφώ με τα δυο της παιδιά, η Ρούλα, η Τούλα αργοπορημένη από τον πρωινό της ύπνο και ο Χαραλαμπίδης τελευταίος. Βουτούσε, ξανοιγόταν βαθιά και έφευγε όταν τελείωνε, πρώτος. Εμείς μέναμε ως το απόγευμα.

Ηταν απομεσήμερο. Την είδα να έρχεται με ένα χαρτί στο χέρι. Το κινούσε θριαμβευτικά με νόημα. Θα ΄ταν ο διορισμός μου. Τον περίμενα άλλωστε. Υπογραφόταν από τον γενικό γραμματέα του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα.

Το ίδιο βράδυ έφευγα για τον τόπο εργασίας μου, στο Αίγιο. Στη μοναδική μου βαλίτσα έβαλα όλα τα υπάρχοντά μου, ρούχα, βιβλία, σημειώσεις. Το ΚΤΕΛ ήταν τότε κάτω από το ξενοδοχείο «Αίγλη» στην Ιάσονος πριν μετακομίσει στη Μεταμορφώσεως, στο κτίριο που ήταν πριν γίνει η Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη. Το πρωί θα με περίμενε ο αδερφός μου που σπούδαζε στην Αθήνα. Θα παίρναμε τον ΣΠΑΠ για την Πελοπόννησο ή το λεωφορείο. Προτιμήσαμε το δεύτερο.

Εβγαλα έναν αναστεναγμό ανακούφισης στην προσπάθειά μου να πείσω τη μητέρα μου να σπουδάσω. Με το μικρό μου μισθό θα τσοντάριζα τη σύνταξη του μακαρίτη πατέρα μου και θα βγαίναμε από τη στενωπό σαν πήγαινε να σπουδάσει ο αδερφός μου. Τα κορίτσια δεν είχαν ανάγκη για σπουδές, πράγμα που δεν καταλάβαινα. Ετσι συνηθιζόταν τότε και το επαναλάμβανε η συνήθως συνεργάσιμη μητέρα μου.

Το ωραιότερο ταξίδι της νεαρής ζωής μου. Ταξιδεύαμε από τον παλιό δρόμο. Κόρινθος, Βραχάτι, Κιάτο, Ξυλόκαστρο. Από τα ανοικτά παράθυρα, σε κάθε στάση άκουγα τους μικροπωλητές που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους και κουνούσαν κάτω από τα νυσταγμένα ακόμη μάτια μας κλαδιά λεμονιάς με τα άνθη και τους καρπούς τους. Το άρωμά τους με τυλίγει ώς τα σήμερα και μου θυμίζει αυτή την πορεία προς την πόλη της πρώτης μου επαγγελματικής εμπειρίας.

Φθάσαμε στην Τράπεζα, προτίμηση για μπάνιο όσων τότε διέθεταν τροχοφόρο, φθάσαμε στη γραφική Ακράτα με τους ανθισμένους κήπους και τα πλούσια περιβόλια, τα Βαλαμώτικα. Αναμασούσα τις σκέψεις μου βυθίζοντας το βλέμμα μου στην παραπλήσια θάλασσα περικυκλωμένη από τα αρώματα των οπωρώνων που διασχίζαμε.

Αγκομαχώντας το λεωφορείο έκανε μία στροφή σε μία ανοικτή πλατεία και σταμάτησε. Θα συνέχιζε έως την Πάτρα. Κατεβήκαμε στο Αίγιο και ανηφορίσαμε την οδό Μητροπόλεως, την κεντρική αρτηρία της πόλης με τα τότε μικρομάγαζα για ήδη πρώτης ανάγκης. Μπήκαμε τυχαίως στο πρώτο που βρήκαμε για το προϊόν του τόπου. Θα το στέλναμε δώρο στη μαμά για χαιρετίσματα. Αγοράσαμε ροδοζάχαρη που την προμηθευόταν ο Σπύρος, ο πρώτος Αιγιώτης που γνώρισα. Ηταν θαμώνας της μονής Ταξιαρχών και αγαπητός εκεί, έλεγε ανέκδοτα και μιλούσε περίεργα. Ηταν ο πρώτος μου φίλος στο Αίγιο.

Το Ινστιτούτο στεγαζόταν τότε σε ένα πελώριο νεοκλασικό που αργότερα έμαθα πως το γκρέμισαν για να υψώσουν σε ανάλογο μέγεθος το νέο ΟΤΕ. Απέναντι υψωνόταν ο ναός της Φανερωμένης, έργο του Τσίλλερ. Στο πίσω μέρος το κτίριο έκρυβε έναν μεγάλο κήπο στολισμένο από τον πρώτο του ιδιοκτήτη από έναν πελώριο φοίνικα. Γύρω του φύτρωναν παμπάλαια είδη τριανταφυλλιάς. Πιο πέρα μία λεμονιά που έδινε τους καρπούς της κάθε πρωί στην υποφαινομένη.

Πλήθος γιασεμιά, γλυσίνες, αγιοκλήματα στόλιζαν τα βαριά του κάγκελα και μία βρύση τη γωνιά του. Εκεί φωτογράφιζα την κυρά Λένη, επιστάτρια του σχολείου, με τα σύνεργά της τη χορταρένια της σκούπα και τον κουβά.

Συχνά, όσο διαρκούσαν οι εγγραφές, πηγαίναμε, η Κατερίνα κι εγώ για καφέ και για να γνωριστούμε καλύτερα στα Ψηλά Αλώνια (όχι της Πάτρας, μα του Αιγίου). Οσο κουβεντιάζαμε, το βλέμμα μου χανόταν στους καφέ κλώνους των πεύκων που κατηφόριζαν μπροστά μας με το γαλάζιο της θάλασσας του Κορινθιακού που απλωνόταν στα πόδια μας. Το είχα τόσο ανάγκη γιατί η θεά τους με ανακούφιζε από το άγχος της προσεχούς πρώτης μέρας στην τάξη των παιδιών.

Στο εσωτερικό του το κτίριο είχε έναν άνετο διάδρομο. Γύρω του άνοιγαν οι πόρτες των τάξεων και του γραφείου. Κόγχες με αγάλματα στόλιζαν τις γωνίες και ζωγραφιστές ορθομαρμαρώσεις τους τοίχους. Οταν με τους σεισμούς του Αγίου μέσα του ‘60 ράγισαν, ο μικρός Γιώργος Κοίλιας πρότεινε να καλύψουμε τις ρωγμές με πίνακές του από παρισινά μνημεία. Τα έχω ακόμα και του το υπενθύμισα όταν τελείωσε ζωγράφος στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και ήρθε να εκθέσει στο παράρτημα του Βόλου.

Τον όροφο το ενοίκιαζε η οικογένεια Παπαδρόσου. Οταν έφευγε για την Αθήνα για να ψωνίσει παπούτσια από του Μουριάδη, κρατούσε το σπίτι η ψυχοκόρη τους η Τούλα. Αμέσως μετά φρόντισα για σπίτι.

Ο μικρός μου μισθός και το λίγο ρευστό μου δεν μου επέτρεπαν μεγάλα ανοίγματα. Διάλεξα το πρώτο που βρήκα, ένα δωμάτιο στο σπίτι μιας κοπέλας που ζούσε με τον άρρωστο πατέρα της.

Τη νύχτα ενώ κοιμόμουν βαθιά, μεθυσμένη από τη μυρωδιά του μούστου που ανέβαινε από το υπόγειο και μέσα από το παλιό ξύλινο πάτωμα ένιωσα ζευγάρια μάτια να με παρακολουθούν. Αναψα το φως. Περίεργα ποντίκια με κοίταζαν χωρίς να κουνιούνται, άλλα στο γείσο του τζακιού, άλλα στο μπαούλο, δίπλα στο κρεβάτι μου, στο κάγκελό του. Οι γάτες τα κοίταζαν βαριεστημένες προτού το ρίξουν στον ύπνο. Την επαύριο ήρθε και η ιδιοκτήτρια με τον πατέρα της από το νοσοκομείο «για να πεθάνει στο σπίτι του». Ενας τοίχος με χώριζε από τον ετοιμοθάνατο. Το ξημέρωμα με βρήκε με τη βαλίτσα στο χέρι. Αποχαιρέτησα την οικοδέσποινα και τα ποντίκια της και αναχώρησα. Βρήκα δωμάτιο στο αρχοντόσπιτο της κυρίας Καραμήτσα που έφυγε για την Αθήνα να μείνει στης κόρης της το σπίτι.

Η Κατερίνα φρόντισε να μου γνωρίσει τους ιθύνοντες της πόλης αυτής που μας βοηθούσαν στο έργο μας. Ετσι, γνώρισα τον επιθεωρητή πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης κο Βαρελά υπεύθυνο της εφημερίδας «ΑΙΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» που τόσα καλά έγραφε για εμάς. Το Μεσηνέζη που κρατούσε στο σπίτι του τα αρχεία της Επανάστασης, τη Μαρία Ζωγράφου, δίπλα στο σχολείο, με σπίτι παμπάλαιο και πλούσιο σε κειμήλια.

Κάθε Καθαρά Δευτέρα όλα γιόρταζαν. Ο απέναντι μπακάλης στόλιζε το μαγαζί του με θριαμβευτικά κλαδιά φοίνικα, όπως συνήθιζαν στα μέρη εκείνα. Βάγια κοσμούσαν τα καλάθια με τις ελιές και τα τουρσιά, το τριαντάφυλλο γλυκό της περιοχής, την περίφημη ροδοζάχαρη. Η 25η Μαρτίου πλησίαζε. Ηταν από τις πρώτες επαναστατημένες περιοχές του Μοριά.

Ενα απόγευμα Καθαρήά Δευτέρας ήμασταν καλεσμένες σε εξοχικό σπίτι μέσα στα αμπέλια κορινθιακής σταφίδας. Ο αμπελώνας κατηφόριζε προς την πόλη του Αιγίου. Οι μαζωχτήδες της κορινθιακής σταφίδας δούλευαν ακόμη αν και σχόλη. Βιάζονταν. Ο καιρός ήταν πριν την μπόρα που δεν ξέσπασε μα άφηνε χαραμάδες μέσα στα σύννεφα να φανούν οι τελευταίες αναλαμπές του δύοντος ηλίου. Τα πρώτα σκοτάδια έφταναν. Από τις πρόσφατες σπουδές μου θυμήθηκα το έργο του Θεοτοκόπουλου «Το Τολέδο». Ετσι το φως μοιραζόταν αφήνοντας να σπαθίσουν προς τον ουρανό οι τελευταίες αναλαμπές. Τρούλοι, μυτερές στέγες, γοτθικά καμπαναριά. Δεν ήξερες αν το φως ανέβαινε από την πόλη ή κατέβαινε από τα ύψη. Το τραπέζι που αφήσαμε πίσω μας ήταν γεμάτο από τον υπόλοιπο λαγό που σκότωσε ο οικοδεσπότης στα γύρω. Η ώρα ήταν προχωρημένη, το τελευταίο λεωφορείο έφευγε και φύγαμε με τους τελευταίους εργάτες που έδεναν κουτιά για το εξωτερικό όπως μας είπε ο σπιτονοικοκύρης πάντα ευγενικός και υποχρεωτικός.

Στο τέλος της χρονιάς, τον Μάη συνηθιζόταν να ανοίγει το Club Mediterranée. Η πρόσκληση ήρθε στο σχολείο ζωγραφισμένη από τον Μποστ. Δίπλα στη θάλασσα της Πάτρας, στο Ρίο, στο Λαμπίρι, γιορτάσαμε με τους Γάλλους και ξένους επισκέπτες υπογραμμίζοντας την ελληνογαλλική φιλία σε καιρούς που ο τουρισμός ήταν ακόμη στα σπάργανα και οι ετοιμασίες απλές.

Ετσι έκλεισε ο πρώτος μου χρόνος στο Αίγιο. Μπήκα στην οικογένεια του Γαλλικού Ινστιτούτου που επρόκειτο να μου χαρίσει πληθώρα ικανοποιήσεων και θα διαρκούσε 30 χρόνια σε ένα έργο που καθαγιάστηκε από την παρουσία του πατρόν Merlier και του Milliex και που θα υπηρετούσε τα ιδεώδη μιας συνεργασίας με στόχο να ενώσουν δύο λαούς που αλληλοεμπνεύσθηκαν. Σε αυτή την προσπάθεια έβαλα ένα μικρό μικρό λιθαράκι.

Με το Αίγιο κρατούσα επαφή εκτός από την Κατερίνα και τους μαθητές μου, την κυρά Λένη που μου έστελνε κουτιά κουκουνάρια από τον κήπο. Επίσης με το Δημοσθένη Πετρούτσο του βιβλιοπωλείου «Ομηρος» που καταγόταν από την περιοχή και μου έφερνε τη ροδοζάχαρη από το μοναστήρι μαζί με τα «ΑΙΓΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ», έτσι για ενημέρωση.

Τη δουλειά μου στην τάξη θα τη διαβάσετε σε προσεχή δημοσίευση.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου