ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Επιστολές – στιχουργήματα του Ν. Χριστόπουλου, σε φίλο του στρατιώτη στα 1906

επιστολές-στιχουργήματα-του-ν-χρισ-179521

Στο αρχείο τού λαϊκού ζωγράφου Νίκου Χριστόπουλου υπάρχουν κάποιες επιστολές προς τον φίλο του Κώστα Ευθυμιάδη, όταν ο τελευταίος υπηρετούσε στη Λάρισα τη στρατιωτική του θητεία και έχουν την εξής ιδιομορφία: Τα περισσότερα τμήματά τους είναι έμμετρα και κάνουν αναφορές, όπως και τα πεζά άλλωστε, σε ψαράδικα γεγονότα. Η θεματολογία τους, βέβαια, δεν εξαντλείται μόνο στο ψάρεμα, καθώς συνυπάρχουν διάφορα άλλα, ευτράπελα κυρίως, περιστατικά, οι γνωστές συμβουλές προς τους στρατευμένους για υπομονή, καθώς και οι προσπάθειες, με πλάγια μέσα, του πατέρα του Ευθυμιάδη να επιτύχει τη μετάθεση του γιου του στον Βόλο.

Βρέθηκαν συνολικά τέσσερα χειρόγραφα – επιστολές, σε δίφυλλα ή μονόφυλλα, που περιέχουν έξι στιχουργήματα και τέσσερα πεζά μέρη. Ο χρόνος γραφής των επιστολών θα πρέπει να τοποθετηθεί μέσα στο 1906, αφού μια και μοναδική ημερομηνία, που υπάρχει σε χειρόγραφο, είναι η 23η – 3 – 1906.

Τώρα για το πώς οι επιστολές βρέθηκαν πάλι στα χέρια του αποστολέα τους, η εξήγηση δίνεται από τον ίδιο τον Χριστόπουλο, στο περιθώριο κάποιων χειρογράφων, «μινσκίσις το γράμα αλά πάρτο μαζί σου μιν ξεχάσις». Προτροπή που επαναλαμβάνεται και από τον αδελφό του Νίκου, Ανδρέα, που επίσης στέλνει χαιρετίσματα στον φαντάρο φίλο τους. Προφανώς επιθυμία του αποστολέα ήταν να μη χαθούν οι επιστολές, αλλά να φυλαχτούν ως ενθύμιο στο αρχείο του, αφού πλέον είχαν επιτελέσει τον σκοπό τους. Ας σημειωθεί πάντως και η εκδοχή να μη στάλθηκε κάποια επιστολή – στιχούργημα και απλώς να δόθηκε στα χέρια του αποδέκτη, ακριβώς λόγω του περιεχομένου της. Οταν αναφέρονται «δωράκια» σε αξιωματικούς για κάποια άδεια ή μετάθεση, θα ήταν επικίνδυνο για τον στρατιώτη, αν αυτές ελέγχονταν, κατά την παραλαβή τους στο στρατόπεδο. Πάντως, όλα τα γράμματα διακρίνονται από ευτράπελη διάθεση, κάτι που πιθανόν επιδιωκόταν για να προσδώσει χαρούμενη νότα στη στρατιωτική διαβίωση του φίλου.

Για τον αποδέκτη των επιστολών Κώστα Ευθυμιάδη λιγοστά πράγματα γνωρίζουμε. Στην αρχή της πρώτης επιστολής μαθαίνουμε ότι ήταν 21 χρόνων και διέμενε στον Ανω Βόλο. Ετσι σε συνδυασμό με τη χρονολογία 23 – 3 – 1906 οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως θα ήταν λίγο μικρότερος από τον Ν. Χριστόπουλο (1880 -1967), πιθανόν συνομήλικος του αδερφού του Κώστα, καθώς και οι δύο τους αργότερα επιστρατεύτηκαν και συμμετείχαν στους Βαλκανικούς Πολέμους. Εργαζόταν στο ναυπηγείο των Χριστόπουλων, όπως φαίνεται σε σχετικό πίνακα της επιχείρησης, ως βοηθός ναυπηγός και ήταν επιστήθιος φίλος των αδερφών Χριστόπουλου. Το όνομά του αναφέρεται σε κάποια περιστατικά στα απομνημονεύματα του ζωγράφου. Επίσης συμμετείχε πάντοτε στα διάφορα ψαρέματα με τους αδελφούς Χριστόπουλου, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο των επιστολών και των στιχουργημάτων.

«ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΙΡΙΟΝ ΚΟΝΣΤΑΝ ΕΥΘΙΜΙΑΔΗΝ…»

Στην πρώτη σελίδα δίφυλλου χειρόγραφου περιλαμβάνεται το παρακάτω στιχούργημα:

«Προς τον κίριον Κόνσταν Ευθιμιάδην, στρατιότιν του 4ου πεζικού, 4ον λόχον, κάτικον Ανοβόλου κε διαμένοντα εν Λαρίση, ετόν 21. Χριστιανόν ορθόδοξον.

Πολλές φορές το έγραψες Θεόν και Παναγία.

Με τι καρδιά σου τάγραψες για με τι γγολακία.

Αν τάγραψες με τιν καρδιά κι όχι με κολακία

Πιστέυο πος θα σέπιασε μεγάλη απελπισία.

Δεν φτάνι το χεράκι μου στη Λάρισα ν΄απλόσο

κε στ΄ άθλιό σου το κορμί παρηγοριά να δόσο.

Παριγορίσου Κόστα μου παριγοριά μεγάλι

γιατί κοντέβη ο κερός που θα γιρίσις πάλι.

Μα σι προχτές εμέτρισες τους μίνες κε τις μέρες

μίπος ενόμισες μορέ πος ίταν καραμέλες;

Κλάψετε χόρες και χοριά, κλάψτε χοριά κε χόρες

γιατί ιν’ ακόμα Κόστα μου 2000 όρες.

Πουίνε ι κάβι Κόστα μου πουίνε τα αρνάκια

θιμάσε πός βελάζανε μέσα στα θιμαράκια.

Κόστα άμα δεν τα βγάζις να στα βγάλι κανένας άλος από σένα πιο μεγάλος γιατί έχο κάνι λάθι.

Θάλασα Αγριάς Νικολής Ναβαγοσόστις».

Στη δεύτερη σελίδα υπάρχει η εξής επιστολή, στην οποία παρεμβάλλονται και στίχοι:

«Κόστα μάθε κένα κενούριο. Ο πατέρας σου κτιπάι τον τενεκέ καθός ίνε με το νερό απουέχι μέσα τις σουπιές ζοντανές. Ο Θεός να φιλάι όπιος πέσι κοντά. Οχ μια πολιλογία βάλε με τιν ιδέα σου, νάνε κε προΐ.

Το πράμα ελιγόστεψε, τα ψάρια ακριβένουν

κι η λοταρτζίδες Κόστα μου ανεβοκατεβένουν.

Ψάρι δεν βλέπις πουθενά να πάρουν η καιμένι

κι ο Μουργελάκος κι λιπίίνε σα πεθαμένι.

Σιλογιζμένι στέκοντε στι μπάγκα του Ιλία

κε περιμένουν Κόστα μου παπόρι απ΄τη Μιλίνα.

Αρμιθιά κε λιμανάκι πέρνι δίνι το σπαράκι.

Σίραμε το παποράκι (δυσανάγνωστο) το γραματάκι.

Μεγάλι ακρίβια στα ψάρια αλά δεν πάμε γιατί τα θέλουν τζάμπα. Σάματι θακούσις σπολάτι, τους ξέρις κε ίνε περιτά τα λόγια. Λιγόστεψαν κε η σουπιές γιατί πίρε το σκοτάδι. Κε δε βρίσκομε στο πιροφάνι. Αλά έχι ο Θεός, ιπομονί βρε Κόστα κε θα τα πούμε πάλι. Ας ίνε καλά τα διχτάκια. Χερετίζματα πολά από όλα τα πεδιά. Ψαράδικο».

Στην τρίτη σελίδα υπάρχει σκίτσο του Χριστόπουλου που απεικονίζει βάρκες να ψαρεύουν στις Αλυκές και οι ψαράδες συνομιλούν μεταξύ τους, αυτό που δημοσιεύεται στο πάνω μέρος της σελίδας.

Στην τέταρτη σελίδα είναι γραμμένες οι υποδείξεις προς τον παραλήπτη: «Ας τα διαβάσει κανένας φίλος σου να καταλάβεις». Και με άλλο γραφικό χαρακτήρα «τα γράμματα να τα κρατής έως ότου να έρθης». Προφανώς ο Ευθυμιάδης ήταν ολιγογράμματος και έπρεπε να του αναγνώσει το γράμμα κάποιος συνάδελφός του. Πολλά από τα γραφόμενα φαίνονται ακατανόητα σε μας, αλλά σίγουρα γνώριζαν αποστολέας και αποδέκτης για ποιο πράγμα μιλούσαν.

Λαβράκια για μια μετάθεση

Σε άλλο χειρόγραφο περιλαμβάνεται μικρό στιχούργημα, που αναφέρεται στην επικείμενη μετάθεση του Ευθυμιάδη στον Βόλο. Στην πίσω σελίδα υπάρχει η μοναδική ημερομηνία, που αναφέραμε και στην αρχή: «Βόλος Πέμτι 23 Μαρτίου 1906».

«Τίμασε τιν κουβέρτα σου, ξεκρέμνα και το όπλο

κε άφισε για τους φίλους σου γιατί σε για το Βόλο.

Μάσε τιν τρίχα Κόστα μου κε βάλτιν μεστί σάκα

γιατί εδιορίστικες στου φρουραρχίου τι βάρκα.

Διό λαβρακάκια πήγανε εις τον Δημητριάδη

κέ κανε τιν αναφορά από τα χτες το βράδι.

Το Σάβατο το βράδι ή Κιριακή προί

θα ίσε μες το Βόλο και μες τιν εκλογί.(;)

Του ποδαριού.

Νικόλαος Αθ. Χριστόπουλος».

Αποκριάτικο γλέντι

Εδώ έχουμε μονόφυλλο στη μια σελίδα, του οποίου είναι γραμμένη επιστολή με αναφορά στο ξέφρενο γλέντι, με αλογάριαστη οινοποσία, της τελευταίας Αποκριάς, αλλά και με ψαράδικες ειδήσεις. Η ημερομηνία που προτάσσεται είναι ακατανόητη. Στη δεύτερη σελίδα καταχωρείται στιχούργημα, που αναφέρεται στις προσπάθειες και τα «δώρα» του Ευθυμιάδη, προκειμένου να πάρει άδεια. Από ό,τι φαίνεται δεν επιτεύχθηκε το ζητούμενο αποτέλεσμα. Ισως, χρονικά η παρούσα επιστολή να προηγείται της προηγούμενης:

«12 φεβρουαρίου χίλιες 09 τέσσερες Κιριακί αποκριά.

Αποκριά μπίρ χαρά, παρά γιόκ μπίρμπελά. Κόστα χέρε. Μάθε ότι γλεντίσαμε είσαμε τσι 4 το προί. Ιτανε ο μπάρπα Νικόλας, με κατάλαβες. Ιτανε κε ο Νικόλας ο φίλος του Γιάνη. Από το πολί μεθίσι χ…… Κατά τις ενιά μας ίρθε κε ο Γιάνης κε ι Γιάνενα κε τρις – 4 σμιρνί με τις νιφάδες τους. Ιχανε κε του Γιάνη το ταμπούρλο. Ο Χρίστος κε ο Βασίλης τάπα. Οχ καντάδες κε με το μεθίσι χάσαμε τιν Καθαρή Δευτέρα. Κε ίτανε κε καλοσίνι, φένετε για νάχι πράμα. Μορέ κάτι μπράσκες θιλιασμένες. Αν θέλις διάβασε κε τις τιμές. Γλόσες 2,60, σουπιές 2,30, ψιλά 60, χταπόδι 1,20, κοτσομούρα κε λιπά 1,80. Κε το μπαράστιπλόρι. Τακούς ου τα τα ου τα τα, κουά κουά».

Ακολουθεί και άλλο στιχούργημα, που προφανώς ο Ευθυμιάδης, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε, δεν κατάφερε να πάρει άδεια εκείνες τις μέρες:

«Τα δόρα σου βρε Κόστα βλέπο δεν σε ιπερασπίζοντε.

Αχού κε τι σου ίτανε γραπτό στην κεφαλή σου

για μία παλιοάδια νάνε ι καταστροφί σου.

Η μια ψάρια Κόστα μου, ι άλη καλαμάρια

η τρίτη με τους αστακούς σου κόπσαν τα ποδάρια.

Ιχα να γράψο κι άλα, σαφτό το μάβρο γράμα

μα φόναζε ο Κοσταντής: Αστο μορέ κε άλα.

Νικολαριάς αλιεύς. Ψ……..ς δηλαδή, από τιν σχολίν τον ψαράδον τα νισόπουλα. Ιδρέος».

Πολλά σημεία, τόσο στην επιστολή, όσο και στο στιχούργημα δεν μας γίνονται απολύτως κατανοητά, αφού γίνεται αναφορά σε πρόσωπα και περιστατικά γνώριμα στους αλληλογραφούντες. Ο λόγος είναι συντομευμένος και ενδεχόμενα συνθηματικός, κατανοητός όμως για τον παραλήπτη. Εντυπωσιάζουν οι αλιευτικές προσφορές για την απόκτηση άδειας, η οποία μάλλον δεν δόθηκε τελικά. Η περίεργη υπογραφή περιέχει και αθυρόστομο χαρακτηρισμό, προφανώς λόγω της Αποκριάς.

Απόλυση και …όλα στη φόρα

Προφανώς η μετάθεση του Ευθυμιάδη στον Βόλο και στη βάρκα του Φρουραρχείου, θέση που του ταίριαζε περισσότερο, δεν είχε ευοδωθεί άμεσα, παρά τις προσπάθειες με δώρα, αλλά και πολιτικά μέσα, που διατέθηκαν για αυτή και μάλλον κατορθώθηκε με κάποιο άλλο μέσον. Κι αφού απολύθηκε ο στρατευμένος νέος, ο πατέρας του ξέσπασε, όπως φαίνεται στο παρακάτω στιχούργημα, στον φαροφύλακα της περιοχής, του φάρου Σέσκλο, ο οποίος προφανώς διέθετε τις κατάλληλες γνωριμίες και είχε αναλάβει αρχικά την ολοκλήρωση της μετάθεσης:

«Τιν όρα απου πλέροσε ο γέρος σου βρε Κόστα

αντάμοσε τον φαναρζί στο δρόμο που ερχόνταν.

Κάτι εγίρεψε να πι γιασέ ο φαναριότης.

Αμ τι θαρούσες βρε γαϊλ΄ θα μίνι στρατιότης.

Ας ίνε κάτι λέγανε μ΄ αυτόν τον φαναριότη

μαπτί χαρά ο γέρος σου φόρα το πασαπόρτι.

Αμα θα ρθίς στο Βόλο με τα φαντάρικα

πέρασε κε μια βόλτα απ΄τα ψαράδικα.

Δίχος στέμα στο καπέλο κε παντού χορίς κουμπιά

ρότησε τάχα δεν ξέρις τι γενούντε τα πεδιά.

Κε αν σε πι ο χαλκιδέος αν σε πάρουμε μαζί

να του πις σαν δε με πάρουν κάνο κε το λοταρτζί.

Μι λες κανέναν τίποτε καιμένε γγραβαρίτη

μόνο να λες πος φέβγουμε κε πάμε για τιν Κρήτη.

Λιπόν αυτά σου λέγο κε έχετα ιπόψι. Γιατί μι νομίσις ότι σου θέλι κανένας καλό, γιατί ίνε περιτά ότι κε αν σου πο. Τα ίδες μοναχό σου πιοί ίτανε ι φίλι κε πιοί ι εχθρί. Σε κανένανε να μι λες το μιστικό σου. Γιατί όλι από μικρό ίσα με μεγάλο σε κιτάνε τι θα πις. Αιντε μορέ σα θαρθίς τα λέμε κε καλίτερα. Μπαλούκμπαλουκτσοκβαρμερτζάνμπαρμπούν . Τσοκγιασά.

Πάρε κε τους αριθμούς κε προπάντον τον μπροστινό…».

Στη δεύτερη σελίδα του ίδιου χειρόγραφου υπάρχει και άλλο στιχούργημα, το οποίο επίσης αναφέρεται στην απόλυση του Ευθυμιάδη και το ξεμπρόστιασμα εκείνων, που υποσχέθηκαν μετάθεση, με σαφέστερο τρόπο, δίχως αυτή μάλλον να πραγματοποιηθεί ή εκτός αν έγινε με καθυστέρηση. Επίσης καταγράφονται οι προτροπές για φύλαξη της επιστολής – ποιήματος, τόσο από τον Νίκο, όσο και από τον αδελφό του Ανδρέα Χριστόπουλο.

Αυτά τα ολίγα από το αρχείο Χριστόπουλου, με κάποιες επίκαιρες αποκριάτικες πινελιές και εκτενείς δόσεις χιούμορ.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΑΡΤΑΠΑΝΗΣ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου