ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το σκοτεινό καράβι

το-σκοτεινό-καράβι-222764

Της Εύας Λόλιου

Εκείνο το βράδυ, ’κείνο το βράδυ..

Που ’μουν μοναχός να ταξιδεύω στη σκοτεινή θάλασσα..

Εκείνο το πλοίο, ’κείνο το καράβι..

Που ’χε ξεφούσκωτα πανιά, κλειστό το φως στη γέφυρα

κι έλειπε το ογκώδες σώμα του καπετάνιου..

Τις μαύρες φτερωτές ν’ αναταράζουν το βρώμικο στερέωμα

απ’ τα ακόμη πιο πηχτά σύννεφα..

Ψαχούλευα στο στήθος μου να βρω μια σφυρίχτρα,

στον ουρανό την πούλια, τον αυγερινό

κάτι μόνο, μιαν ελπίδα μόνο..

Εκείνη τη νύχτα με το σπηλαιώδες γέλιο της

την απελπισιά ένιωσα ’κείνο το βράδυ

και την μεγάλη πεθυμιά για της μάνας μου το χάδι..

«Θα πουντιάσεις υιέ μου κει έξω», μου φώναζε

μα εγώ στ’ αμπάρια μου είχα τ’ όνειρο βαθύ

κι έσερνα το καράβι στο σκοτεινό ποτάμι..

«Βόηθα με μάνα μου, βόηθα με», ούρλιαζα

κι έκλαιγα σαν πληγωμένος λύκος.

Μα ’κείνη πάλι ήταν, εκείνη η νύχτα χαμογέλασε,

η μάνα μου που γύρισε φορώντας γιορτινά χρώματα.

Ξεκίνησε να χαράζει απ’ την πλώρη με το κίτρο της φόρεμα,

να σου ο καπετάνιος ξάφνου στο πηδάλιο!

Να σου ο *πλησίστιος στα πανιά

κι ύστερα οι γλάροι να κρώζουν ξωπίσω μας!

Μα ’κείνη πάλι ήταν η λαλιά, η μάνα μου που χαμογέλασε,

να σφυρίζει σαν παιδούλα η καρδιά της που μ’ αγκάλιασε σφιχτά.

Κι έλαμψε σαν χρυσός το παγόβουνο π’ έπλεε στο σκοτεινό βελούδο

κι ο θάνατος μου φάνηκε γλυκός σαν ένας μεγάλος και φωτεινός ήλιος..

* πλησίστιος – ο άνεμος που φουσκώνει τα πανιά.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου