ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

110 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Τσαρούχη: Μία κορυφαία προσωπικότητα του 20ού αιώνα

110-χρόνια-από-τη-γέννηση-του-γιάννη-τσαρ-230845

Της Μαρίας Σπανού

Ο Γιάννης Τσαρούχης, που φέτος συμπληρώνονται 110 χρόνια από τη γέννησή του (Πειραιάς 13 Ιανουαρίου 1910 – Αθήνα 20 Ιουλίου 1989), αποτελεί έναν ιδιαίτερο σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής. Από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες υπήρξε συγχρόνως και ο δημοφιλέστερος ζωγράφος του 20ού αιώνα. Την ευρύτατη δημοτικότητά του, σπάνια για καλλιτέχνη, οφείλει κυρίως στην προσωπικότητά του. Υπήρξε ξεχωριστός καθώς η ζωγραφική του φαίνεται να συγκεντρώνει όλες τις επιδράσεις που δέχτηκε, δημιουργώντας ένα προσωπικό στιλιστικό ιδίωμα.

Ο Τσαρούχης μεγάλωσε και έζησε σε μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη και ταραγμένη πολιτικά, όπου ο κόσμος μετά το ανανεωτικό κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου (1909) και τους Βαλκανικούς πολέμους (1912 – ‘13) μπήκε στην περιπέτεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1917) που έκλεισε με τη Μικρασιατική καταστροφή (1922). Αποτέλεσμα, η εισροή 1,5 περίπου προσφύγων στα μεγάλα αστικά κέντρα, γεγονός που επέφερε ρηξικέλευθες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Σε μια ασταθή κατάσταση, ακολούθησε η προσπάθεια οικονομικής ανόρθωσης του κράτους, ή αστυφιλία, η εμφάνιση του εργατικού κινήματος η εκβιομηχάνιση αλλά και η άνοδος της αστικής τάξης.

Στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών γίνονται κάποιες μεταρρυθμίσεις. Στην ίδια περίοδο που στην Ελλάδα ολοκληρώνεται η ανανεωτική και αντιακαδημαϊκή τέχνη του παρελθόντος, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική σκηνή. Στο πολιτιστικό αυτό κλίμα, ο Τσαρούχης κάνει τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα και αποτυπώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, τον χωροχρόνο, όπου μεγάλωσε, ένα περιβάλλον έντονα αντιφατικό. Από τη μία, η αστικότητα της καταγωγής του και από την άλλη η ελληνικότητα. Από μικρός έζησε την ιδεολογία της λαϊκής παράδοσης ταυτόχρονα με την αστική προσπάθεια στην δυτικότροπη προσαρμογή. Αντιμετώπισε το δισυπόστατο αυτό ιδεολογικό πρόβλημα και αποτελεί μια αντιπροσωπευτική περίπτωση πετυχημένης συμφιλίωσης των δυτικών και ανατολικών εικαστικών παραδόσεων.

Θεωρείται από τους κυριότερους εκφραστές της λεγόμενης «Γενιάς του ‘30», που ενσάρκωσε το ιδανικό της «ελληνικότητας». Ο Ματίς, από τον οποίο κράτησε τα ζωηρά χρώματα και τη διακοσμητική διάθεση, ο Θεόφιλος τον οποίο θαύμαζε πολύ και ο Κόντογλου, τον οποίο μελέτησε, ήταν ίσως οι μόνοι καλλιτέχνες που τον καθοδήγησαν και έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.

Σχετικά με την ελληνικότητα της τέχνης του έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης: «Η ζωγραφική του Τσαρούχη έστρεψε τα όργανα της όρασής μας από την πραγματικότητα των Φιλελλήνων που μας είχε έως τότε επιβληθεί, στην πραγματικότητα των Ελλήνων που υπήρχε λανθάνουσα μέσα μας. Ήταν κάτι γνώριμο και ταπεινό που το ‘χαμε πολύ λαχταρήσει. Σα ν’ ακούστηκε πάλι στο πλάι μας ο γλυκός, ο αυθεντικός ήχος μιας βρύσης που τρέχει καθαρό νερό… Ήταν ο μόνος τρόπος να ξαναγίνουμε, οι Έλληνες, Ευρωπαίοι. Με το να συνεισφέρουμε και όχι να δανειζόμαστε». Γι’ αυτό και είχε συμβάλει με όλες του τις δυνάμεις σε κάθε σοβαρή έκφραση της ελληνικότητας, όπως το Λύκειο των Ελληνίδων Αθηνών, που υπήρξε συνεργάτης του.

Ο ίδιος αρνήθηκε στην ιδέα της «πρωτοπορίας» που έντεχνα καλλιεργήθηκε στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Ούτε πίστεψε ποτέ ότι άγγιξε την τελειότητα. Προς το τέλος της ζωής του έγραψε: «Zώντας σε μια εποχή σήμερα που η ελευθερία στο βάθος δεν υπάρχει, το έργο μου θα ξαφνιάσει πολλούς απ’ τους ανθρώπους αυτούς που θέλουν να φτάσουν στο αποστομωτικά τέλειο. Ανήκω στους ερευνητάς που γυρεύουν ένα ενστικτώδες τέλειο και που έχουν την εικόνα του μέσα τους, αδιαφορώντας για τα λάθη μου και τις αποτυχίες μου. Το να ψάχνουμε το καλό είναι καλύτερο από το καλό. Κι όλοι μας για μια χαμένη υπόθεση αγωνιζόμαστε, αλλά που μας φαίνεται σπουδαιότατη την ώρα που την ζούμε».

Υπηρέτησε την τέχνη του με θάρρος, αντιτάχθηκε στο συντηρητισμό, αναζητώντας με απέραντη υπομονή δύσκολα καλλιτεχνικά μονοπάτια. Υπήρξε καθαρός και βαθιά έντιμος. Ευγενής, απλός και ειλικρινής. Βαθιά καλλιεργημένος και στοχαστής. Ο Τσαρούχης στη ζωή και τη τέχνη υπήρξε ένας αληθινός επαναστάτης. Αντισυμβατικός και αυτόνομος.

Αλλά ο Τσαρούχης δεν είναι μόνο σπουδαίος ζωγράφος. Είναι επίσης ένας μυσταγωγός της ποίησης, της μουσικής, του χορού, του θεάτρου και, συγχρόνως, ένας οξύς παρατηρητής της ανθρώπινης ζωής με διαπεραστική ματιά.

Η προσέγγιση του έργου του Τσαρούχη μας προσφέρει απλόχερα γνώση και σοφία, όπως έγραψε ο φίλος του ποιητής Γιάννης Ρίτσος «Η σοφία του Τσαρούχη δεν είναι θεωρητική, αλλά σωματική. Είναι υποκειμενικά αντικειμενική».

Σήμερα, το έργο του, αλλά και το ήθος και η σκέψη του ασκεί επιρροή σε πολλούς νέους ζωγράφους, που βρίσκουν κοντά του έναν μεγάλο δάσκαλο.

Ο Τσαρούχης μας χάρισε μια μεγάλη καλλιτεχνική αλλά κυρίως πνευματική παρακαταθήκη, γεμάτη από εμπειρίες αυθεντικές και γνήσια εκφραστική εικαστική γλώσσα. Το έργο του είναι πλούσιο από σοφία, όραμα, χιούμορ, κριτική σκέψη, ταλέντο. Ποιητικό και λιτό, χωρίς ίχνος κομπασμού.

Του οφείλουμε πολλά.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

  1. Ελύτης Οδυσσέας «Γιάννης Τσαρούχης-Ζωγράφοι της Γενιάς του ’30», στο Επτά Ημέρες «Καθημερινή», τόμος Η΄, 1996.
  2. ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΙ-ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Παν/μίου Αθηνών και Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 1999.
  3. Λαμπράκη-Πλάκα Μαρίνα, «Τέχνη και Ιδεολογία στη Νεότερη Ελλάδα», Ζυγός, Αθήνα, 1984.
  4. Ρίτσος Γιάννης, «Γιάννης Τσαρούχης-Ζωγράφοι της Γενιάς του ’30», στο Επτά Ημέρες «Καθημερινή», τόμος Η΄, 1996.
  5. Ξύδης Αλ., «Η συμβολή του Τσαρούχη στην ανακάλυψη της ελληνικής παράδοσης», περ. Τετράδιο, τόμ. Α, τεύχος 1, 1947, σ. 36-7.
  6. Σαββάκης Αλέξιος, «Αναμνήσεις Γιάννη Τσαρούχη», ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ στο Επτά Ημέρες (Καθημερινή), τόμος Β΄, χχ.
  7. Τσαρούχης Γιάννης, ως στρουθίον μονάζον επί δώματος, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 1987.
  8. Τσαρούχης Γιάννης, εγώ ειμί πτωχός και πένης, εκδ. Καστανιώτης, (επιμ. Θ. Νιάρχου) Αθήνα, 1989.
  9. Φλώρου Ειρήνη, ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ Η ζωγραφική και η εποχή του, Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα,1999.
  10. Χατζηδάκις Μάνος, «Ο ήρως ενός ελληνικού μύθου», Ζυγός, 1961, σ. 72-75.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου