ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο Θεός έκλαιγε

ο-θεός-έκλαιγε-275243

Της Εύας Λόλιου

Ο Θεός έστεκε στον ουρανό και παρατηρούσε χαρούμενος τις ενέργειες του κόσμου. Σε μια πλατεία κάποιας χιονισμένης πόλης ένας αυτιστικός έγνεθε μαλλί απ’ τις νιφάδες του χιονιού κι έντυνε τα δέντρα. Δίπλα του ένας κωφάλαλος μιλούσε στα σπουργίτια που έψαχναν τροφή στη παγωνιά.

Πιο πέρα, ένας τυφλός περπατούσε με χέρια και πόδια, μύριζε τους ταπεινούς σπόρους κρυμμένους μέσα στη γη, κάτω απ’ το παχύ χιόνι.

Ο μαύρος σκύλος με την κομμένη μύτη και τα λευκά μάτια έσκαβε όπου τον καθοδηγούσε η όσφρηση του τυφλού.

Κάποιος φτωχός, που είχε πλούσια καρδιά, ο Φώτης, άναψε στα ξερόκλαδα φωτιά και μάζεψε γύρω του ανθρώπους ορφανούς από φτερά κι άρρωστα πουλιά. Είχε ένα κουλούρι στο χέρι που δεν έφτανε για όλους.

Αφού το καψάλισε στην φλόγα και ξεράθηκε, το ’τριψε με τα δυο του χέρια κι άφησε τα θρύμματα στον πεινασμένο άνεμο.

«Ας γίνουμε όλοι άγγελοι!», φώναξε . Τα δε σπουργίτια μοίρασαν τα φτερά τους και οι μεν άνθρωποι την ψυχή τους.

Μια γυαλιστερή άμαξα κατέφτασε και φρέναρε πάνω στους σπόρους της αγάπης. Μόλις είχαν αρχίσει να πετούν τα πρώτα τους φύλλα τα δύστυχα βλαστάρια. Βγήκαν απ’ την άμαξα κουστούμια γυαλιστερά κι όμορφα φορέματα αόμματα, πάτησαν τους αγγέλους και χώθηκαν στη μικρή ταβέρνα της χιονισμένης πλατείας.

Ο Θεός που έστεκε ψηλά στον ουρανό, σκεφτόταν τι λάθος έκανε κι έκλαιγε..

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου