ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ω ναι, το ομολογώ…

ω-ναι-το-ομολογώ-356394

Της Εύας Λόλιου

Ω ναι, το ομολογώ πως την άκουσα να κλαίει κι ας ήταν όλα τα χελιδόνια εύθυμα εκείνη την άνοιξη..

Συνήθιζα να ξυπνώ λίγο πριν ξημερώσει, μου άρεσε πως γάβγιζαν οι σκύλοι το τελευταίο τους όνειρο, τα κάρα να τρέχουν φορτωμένα με ολόκληρες τάβλες της νύχτας για να κρυφτούν πίσω απ’ το βουνό.

Κι ύστερα λίγο πριν τις έξι, (παρά τέταρτο σημείωνα και άλλες στιγμές μόλις παρά πέντε λεπτών), τα τιτιβίσματα των πουλιών που βουτούσαν με τα μικρά ράμφη τους στον αγέρα να καταπιούν τα μεγάλα φτερά τους το τελευταίο σκοτάδι.

Θυμούμαι την φωλιά που έχτισαν και τα μικρά τους με ορθάνοιχτα τα μάτια προς τα κλαριά των δέντρων να παρακολουθούν εναγωνίως το κυνήγι των μελισσών.

Κι ύστερα φασαρία, μεγάλο πανηγύρι που χόρταιναν οι κοιλίτσες τους απ’ τα ζωύφια.

Ωραίο πράγμα η οικογένεια, αυτό σκεφτόμουν, όταν πρώτη φορά την άκουσα να κλαίει κι ίσως αμυδρά να έβαλα στο νου τ’ άλογο που θα την περίμενε στη στροφή του δρόμου..

Γύρισα μάλιστα σελίδες ζωγραφίζοντας το δικό μου σπίτι,
αλλιώτικο το ήθελα απ’ αυτό της μάνας, ίσα τρεις κάμαρες, μια κουζίνα, ένα μικρό καθιστικό, η γυναίκα , τα δυο μου παιδιά κι εγώ..

Ω, ναι το ομολογώ πως την είδα έξω απ’ το όνειρό μου,
καθώς έκλεινε την πόρτα της αυλής κι άκουσα το χλιμίντρισμα του μαύρου αλόγου που την περίμενε στη στροφή του δρόμου..

Πριν φύγει μου σερβίρισε ελληνικό καφέ στην αγαπημένη μου κούπα, νερό σε ιδρωμένο ποτήρι που προφανώς βιάστηκε να γεμίσει.. Και δυο τζάνερα, κατακόκκινα και γυαλιστερά.

Μα τώρα που την έχασα σκέφτομαι πόσο τυχερός θα ήμουν αν τα είχε πλύνει με τα στερνά της δάκρυα..
Γιατί πονώ, αλήθεια υποφέρω σας λέω που δεν έγραψα για εκείνη ένα γράμμα, μα σπατάλησα μια ολάκερη άνοιξη για τα χελιδόνια…

Και για τον ήλιο ακόμη περισσότερο λυπούμαι, που βιαστικός (λόγω ανωριμότητας εκτιμώ), σκαρφάλωσε στα κλαριά των δέντρων κι άγγιξε ο άκαρδος μόνο τις ασημένιες αφέλειες απ’ το ωραίο της πρόσωπο που κείτονταν στο λουλουδιασμένο χώμα.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου