ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Γιώργος Μουτσινάς: Ερχεται για να ταράξει τα νερά της ποίησης

γιώργος-μουτσινάς-ερχεται-για-να-ταρά-390186

Κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με αφορμή την οποία μιλά στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ

Συνέντευξη στην ΕΛΕΝΑ ΝΤΑΒΛΑΜΑΝΟΥ,

εκπαιδευτικό – συγγραφέα

«oSSiMoRo» τιτλοφορεί την πρώτη του ποιητική συλλογή ο εκπαιδευτικός και συντοπίτης μας Γιώργος Μουτσινάς, από τις εκδόσεις Αρινόη και έρχεται να ταράξει τα νερά της ποίησης, ξαφνιάζοντάς μας ευχάριστα με την ευαισθησία, με την οποία επιλέγει τις λέξεις για να «ντύσει» τα ποιήματά του, αλλά και τις απόψεις του στην όμορφη συζήτησή μας, που φιλοξενείται σήμερα στον κυριακάτικο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο σας βιβλίο με τον τίτλο «oSSiMoRo» από τις εκδόσεις Αρινόη. Ποια ήταν η πηγή έμπνευσής σας για την πρώτη σας ποιητική συλλογή;

Η μοναξιά. Αυτή η γνώριμη, σιωπηρή φίλη που συνταξιδεύει στο πλάι σου και περιμένει να κοπάσουν οι σκοτούρες της μέρας για ν’ ανοίξει απ’ τα υπάρχοντά της και να σου παραχωρήσει άπλετο χώρο να συλλογιστείς πόση μνήμη αφιέρωσες στη στιγμή να μην αποβεί λήθη, με πόσες θυσίες ανέθρεψες τον έρωτα παρά τις βάσιμες απειλές της απουσίας, πόση ελπίδα εξαργύρωσες με τα όνειρά σου… Είναι παρεξηγημένη η μοναξιά. Δε σου ζητάει τίποτα· ανθίζει στην κλεισούρα, στολίζει απαράμιλλα την ησυχία σου και τρέφεται μόνο από τη στέρησή σου…

Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με την ποίηση;

Ούτε που πήρα είδηση πώς κατάφερε και με βρήκε! Φαίνεται διάβασε την αγγελία που ’χε κολλήσει η αμφιβολία μου στην εξώπορτα της Ελπίδας, είδε στην απόγνωσή μου κάτι απ’ τον εαυτό της κι είπε να επενδύσει στην ατέλειά μου. Παρέλειψε όμως να μου εξηγήσει τι ξενύχτι θα ζητούσε σε αντάλλαγμα για ν’ ασχοληθώ με τα παράγωγά της, τι ιδιοτροπίες θα ξυπνούσαν οι λέξεις για να τις ταιριάξεις, πόσο τραύμα έπρεπε να ομολογήσω για να το κρυφακούσει η έμπνευση, πόση ευτυχία θα αντλούσε από την ψυχή της λογικής για ν’ αφυπνίσει το υποσυνείδητό της… Δεν είναι ευτυχισμένος ο ποιητής, μεγάλο σφάλμα· πάντα φοβάται ότι βαδίζει σε ξερόκλαδα, ότι θα παραπατήσει, ότι θα πέσει και θα τσακιστεί…

Σε ποια ηλικία συνειδητοποιήσατε ότι σας κέρδισε ο κόσμος της ποίησης;

Πάντοτε θαύμαζα τη γοητεία της μεγάλης φόρμας: την έντεχνη πλοκή, τους άρτια πλασμένους ήρωές της, με την αθανασία τους να μαίνεται μέσα στις ιστορίες. Ωστόσο, αναλλοίωτη παραμένει στην προτίμησή μου η γεμάτη ουσία ενός στίχου που διασκελίζεται στη σελίδα, το ακαριαίο συναίσθημα που εκπυρσοκροτεί στη σκέψη κι οι εικόνες που φτιάχνει το μυαλό για να το περιθάλψει αντλώντας απ’ το βίωμα ή τη φαντασία. Όλες μου οι μεμονωμένες συγγραφικές απόπειρες είχαν αυτήν την αυτοτελή συντομία ήδη από την ηλικία των είκοσι χρόνων· θέλοντας και μη καλούμουν ν’ αφαιρώ από το νόημα ό,τι περίσσευε και να τεκταίνομαι ν’ αποδώσω υφή ωραιότητας στα συμπυκνώματά του…

Το χάρισμα της ποίησης είναι κληρονομικό ή έμφυτο;

Εστω ότι μια λεπίδα εγκαταλείπεται στο πιο ατημέλητο χωράφι. Για πόσες μέρες θα παραμείνει αδέσποτη και συνάμα κοφτερή; Όποιος και να τη βρει, θα τη φροντίσει. Η ποίηση είναι το ακριβώς αντίθετο! Το ποίημα δεν επιδέχεται προγυμναστή, παρά μόνο τον ποιητή του· εκείνος οφείλει να εξευρίσκει λάλημα όταν δεν ξημερώνει, να φθίνει, να κατατέμνεται. Πρέπει να πας στη μάχη διαβασμένος, να ’χεις ξεδιαλέξει απ’ τους καλύτερους ό,τι έχει ο καθένας να σου μάθει. Ύστερα, να ψάξεις να βρεις από πού φωνάζει η ιδέα να την πιάσεις, να την ψηλαφήσεις ανάμεσα στο σωρό, να την υπομείνεις όταν σε αποστραφεί άγουρη και φύγει, να την υποδεχτείς όταν σε αποζητήσει, ώριμη πια. Μακάρι ν’ αρκούσαν τα εγγενή εφόδια γι’ αυτό. Ίσως μόνο η προσωπική εμπειρία να ’ναι προαπαιτούμενη για να πυροδοτήσει την ποίηση – ευτυχώς που κι αυτή είναι πάντα επίκτητη!

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα συστατικά μιας επιτυχημένης ποιητικής συλλογής;

Εκείνο το εξαίσιο «δεν ξέρω». Αυτό που πρόλαβε και τρύπωσε πρώτο πρώτο στην κιβωτό της έμπνευσης και τη γέμισε με την αναντίρρητή του αλήθεια. Είναι η πιο πολύτιμη αρετή ενός συγγραφέα θαρρώ η άγνοια: σε απαλλάσσει απ’ τα λοιπά χρειώδη της επιτυχίας, σου επιτρέπει ανυπερθέτως τις ελεύθερες πτώσεις στην κενή σελίδα, ενώ ερήμην σου σε οπλίζει με αλεξίπτωτα αφοπλιστικής ειλικρίνειας. Δεν υπάρχει περίπτωση να σφάλεις όταν γυμνωθείς από την έπαρση, όταν δώσεις στόμα στις σκέψεις που περιμένουν μέσα σου κι αναπνέουν απ’ τα σωθικά σου, αν κινηθείς στις σκιές με μάτια που ’χουν συνηθίσει στο σκοτάδι… Πάντα εξιλεώνει, πάντα λυτρώνει το «δεν ξέρω».

Ποιες είναι οι επιρροές σας από ξένους και Ελληνες ποιητές;

Οφείλω να αναφέρω την Κική Δημουλά, την ποιήτρια που παραδειγμάτισε με τη γραφή της την αναμέτρηση μνήμης και λήθης στο χέρσο τοπίο της απώλειας, που ξεμπρόστιασε τον εγωισμό που προκαταβάλλει ο έρωτας για ν’ αποσοβήσει με ελπίδα τον υπαρξιακό μας φόβο, που σκάλισε με πικρή βεβαιότητα επάλξεις μοναξιάς στο σώμα της αμφιβολίας… Από ξένους, επιτρέψτε μου να σημειώσω την ποιητική χροιά μιας πεζογράφου, της Βιρτζίνια Γουλφ, που απαθανάτισε μοναδικά την εκκωφαντική σιγή που τηρεί η μελαγχολία στον άνθρωπο, ώσπου να τον αλλοτριώσει σε μιαν άνιση μάχη με το τετριμμένο, με τη σύμβαση της καθημερινότητας, με την παραίτηση που φέρνει η συνήθεια…

Ποια είναι τα συναισθήματα ενός νέου, πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή, του οποίου το έργο φτάνει στα χέρια των αναγνωστών;

Οπωσδήποτε η ανασφάλεια, η αμφιβολία. Ούτως ή άλλως είναι βαθιά γραμμένη στο βιογραφικό της ποίησης η ακροβασία. Η εμπλοκή με το ποίημα είναι ένα μακροβούτι σε μια θάλασσα που σου αρνείται το σωσίβιο! Ξεκινάς για να σώσεις μια φωνούλα γνώριμη που ’χεις ακούσει ν’ ασθμαίνει από μακριά, κι όσο ξεμακραίνεις απ’ την ακτή της λογικής για να φτάσεις το ζητούμενό σου, τόσο σου λείπει η βεβαιότητα, η σιγουριά. Δεν ξέρεις ούτε αν θα σωθείς…

Λένε ότι όταν γράφεις πρέπει να αφήνεις ένα κομμάτι της ψυχής σου στο χαρτί, αλλιώς ο αναγνώστης δεν θα σε νιώσει… Ποια είναι η δική σας άποψη;

Εδώ και καιρό η συγγραφή μού ’χει φερθεί σα μια ανηλεής ακτινογράφος· αφουγκράζεται τα συμπτώματά μου, με μπάζει στο θεοσκότεινο γραφείο της, με γυμνώνει και με ξεψαχνίζει! Κι έχει στον τοίχο της κορνιζαρισμένη τη φαρμακερή εμπειρία να ξεχωρίζει τους πάσχοντες από τους ψεύτες. Κι όσοι ορκίζονται στις αρετές της ανάγνωσης και της γραφής πιστεύω είναι κατάλληλα μυημένοι να γνωρίζουν ποιες λέξεις έρχονται από το βίωμα και ποιες όχι. Ο αναγνώστης πράγματι βλέπει, ζυγίζει, καταλαβαίνει. Φαίνεται στο χαρτί η αλήθεια, ό,τι έχεις κοπιάσει για να δώσεις· ό,τι σ’ έχει κατατρέξει, μοιάζει με συλλογή από ουλές πολέμου…

Ποιο ποίημά σας ξεχωρίζετε και για ποιο λόγο;

Θα έλεγα το ομότιτλο ποίημα με τη συλλογή, το «Ossimoro». Καταπιάνεται με τη χιλιοειπωμένη αχτίδα της Ελπίδας, που πολλοί την έχουν εκστομίσει, αλλά ελάχιστοι την έχουν καρπωθεί. Είναι λυπηρό που στην Ελπίδα έχουν στρώσει τα πιο φανταχτερά χαλιά, έχουν πληρώσει πανάκριβες προ(σ)κλήσεις στο όνομά της, της έχουν τάξει καν και καν ανέσεις, και δεν τη ρώτησε κανείς να μάθει ότι της φτάνει μια τόση δα ρωγμή για να φυτρώσει, ένα ηλιοβασίλεμα για να υποσχεθεί την αυγή, μια καληνύχτα ν’ αντευχηθεί τα ες αύριον…

Γιατί επιλέξατε να γράψετε τα ποιήματά σας στην ιταλική και την αγγλική γλώσσα;

Απορίας άξιο, δεν τα επέλεξα εγώ, εκείνα με καταδέχτηκαν! Τα ποιήματα γράφτηκαν εξ αρχής το καθένα στη γλώσσα της σύλληψής του. Όμως δεν τολμώ να τα ρωτήσω, τα αφήνω να με νέμονται, μιας και εκείνα με άφησαν να τα κρατήσω. Ξέρετε, όταν παραφυλάξεις ένα θήραμα να περιδιαβαίνει έναν κατασκότεινο λαβύρινθο, το ζηλέψεις και το κυνηγήσεις, αφότου πια καταλήξεις να το ’χεις, αρκείσαι στο εύρημά σου, χαίρεσαι, σου φτάνει το αιτιατό σου, φτάνει που ’ρθε…

Πώς μπορεί ένας εκπαιδευτικός να εμπλέξει την ποίηση στην εκπαιδευτική διαδικασία; Ποια είναι ή πρέπει να είναι η σχέση λογοτεχνίας – σχολείου;

Κάθε εκπαιδευτικός έχει στα χέρια του τον πιο αμύθητο θησαυρό: την παιδικότητα των μαθητών του ευθεία, άγουρη, αγνή. Οι μαθητές έχουν την τόλμη να κατεβάσουν το φεγγάρι και να το ρωτήσουν γιατί γέρνει, να φυσήξουν και να ξεθολώσουν τον ουρανό απ’ τα σύννεφα, να φτιάξουν την πιο τρανή πολιτεία στο κεφάλι μιας καρφίτσας! Το μυαλό των παιδιών είναι εύφλεκτο από φαντασία· αυτό το καύσιμο οφείλει ο δάσκαλος να εξορύξει και να πυρπολήσει ιδέες, σκέψεις, ιστορίες… Η λογοτεχνία είναι η βοή που λείπει από την άμουση πραγματικότητα του σχολείου. Το σχολείο μας από την άλλη, κάθεται σε μιαν άκρη και μας επιδεικνύει μ’ έναν αποστειρωμένο χάρακα το πιστό του κατοικίδιο, την παπαγαλία! Καθόμαστε με τις ώρες και περιμένουμε τα παιδιά μας ν’ αποστηθίσουν λέξεις επί λέξεων, σιδηρόδρομοι από προτάσεις – κονσέρβες σουλατσάρουν στο μυαλό τους έτοιμες να κατασπαράξουν καθετί αλλιώτικο, παράξενο, διαφορετικό. Κι όταν η μπαταρία στο κομπιουτεράκι που σφετερίζεται τη μάθηση τελειώσει, μένουμε κι εμείς κι οι μαθητές μας ν’ απορούμε τι μας φταίει και δεν μπορούμε ν’ αυτοσχεδιάσουμε, να διαβάσουμε πίσω απ’ τις λέξεις, να ντύσουμε με δικά μας ρούχα τα μυαλά μας και να μην τα στριμώχνουμε στα ετοιματζίδικα του εμπορίου…

Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;

Ευελπιστώ κάποια στιγμή να ολοκληρώσω ένα παιδικό παραμύθι. Επί του παρόντος, προτιμώ να μετρώ τις ομοιότητες που η μοιράζεται η παιδική σκέψη με την ποίηση: την ελευθερία που εκχωρεί στο λογισμό η φαντασία, την αμεσότητα του νοήματος και την αλματώδη προσπάθεια που καταβάλλει η κάθιδρη γραφή των ενηλίκων για να συνεφέρει την αλλοτινή της αισιοδοξία, ν’ αναστήσει την ξεχασμένη νιότη της και να αποκαταστήσει την ακμή της που ’χει μάθει να ξοδεύεται στην πεζή αντοχή…

Μια ευχή για τους αναγνώστες σας!

Εύχομαι ολόψυχα σε κάθε αναγνώστη ν’ αφεθεί στα ποιήματα να πάρουν τη θέση τους στο νου του, το καθένα στη δική του γλώσσα, να τα κάνει δικά του· να τα παιδέψει, να τα ρωτήσει και να τα ξαναρωτήσει γιατί ήρθαν, τι έχουν να του δώσουν, ποιες παρηγορίες κομίζουν σ’ έναν καιρό πτώχευσης, αμφισβήτησης και κρίσης… Αυτή είναι κι η πιο πολυτίμητη προίκα της Ποίησης: βρίσκει φωνή κι αντίλαλο, όταν και το λιγοστό φως φαίνεται να ’χει εκλείψει.

Σας ευχαριστώ θερμά και εύχομαι πάντα επιτυχίες!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου