ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οσα δικαιούται ο άνθρωπος

οσα-δικαιούται-ο-άνθρωπος-390809

Της Εύας Λόλιου

Ενα κιλό φακή, ένα τέταρτο του κιλού μακαρόνια, μισό μπουκάλι λάδι και λίγη ζάχαρη.

Τ’ αλεύρι έσωσε πια απ’ το τσουβάλι και μάλιστα φοβούνταν μη μαμουνιάσει όταν της το ’φερε ο παπάς. Τρία πουλάκια είχε και κάθε πρωί στο στόμα την κοιτούσαν και στα μάτια, ζητούσαν τηγανίτες πασπαλισμένες με ζάχαρη.

Κοίταξε μέσα στο πράσινο βάζο, μισή κουταλιά καφές απέμεινε, αραιωμένο θα τον έπινε σήμερα. Ενας κόμπος βαθιάς συγκίνησης της έφραξε τον λαιμό, λύθηκε μέσα απ’ τον λυγμό των δακρύων της, καθώς κοιτούσε το μισοάδειο ντουλάπι της κουζίνας.

Σωριάστηκε στο παλιό ντιβάνι που ’τριξε απ’ την πίκρα και την απογοήτευση.

Δάκρυα θόλωσαν τα μελιά μάτια της Αννας, αυλακώνοντας το όμορφο πρόσωπό της. Σκουπίζοντας με την ανάστροφη της παλάμης τα δάκρυα της, πλησίασε τον φεγγίτη του υγρού υπόγειου διαμερίσματος.

Ξημέρωνε και οι πρώτοι περαστικοί φανέρωσαν στο πεζοδρόμιο τα βήματά τους. Μια γυναίκα στάθηκε, φορούσε ολοκαίνουργια παπούτσια με καμαρωτά κουρδιστά φιογκάκια που στις άκρες τους κρέμονταν χαρούμενες δυο καμπανούλες.

Της έριξαν μια γρήγορη ματιά και χάθηκαν μέσα σε άλλα βήματα που ακολούθησαν. Χαμογέλασε η Αννα με τις καμπανούλες, η όψη τους πάντα της έφερνε μια απροσδιόριστη χαρά έστω και στιγμιαία.

Ο μαύρος σκύλος με το θαλασσί λουρί μόλις κατέφτασε, σήκωσε το πόδι του καταβρέχοντας τη ξεραμένη γλάστρα του βασιλικού στο κιτρινισμένο περβάζι.

«Μπράβο καμάρι μου, κάνε και κακάκια», ξεδιάντροπα μίλησε ο άνθρωπος που βαστούσε το ζώο. Δεν είχε καρδιά να κοιτάξει χαμηλά τα μυρμήγκια, μέσα στα υπόγεια…

Πήρε τα μάτια της κι έφυγε απ’ το παράθυρο αηδιασμένη. Αναψε το γκάζι κι έβαλε στη φωτιά την κατσαρόλα γεμάτη με νερό. Εριξε μέσα μια πρέζα αλάτι, περιμένοντας τον κοχλασμό για να προσθέσει τα μακαρόνια.

Χτύπησε το κουδούνι και ξύπνησε τα παιδιά. Ηταν η ιδιοκτήτρια, ζητούσε το νοίκι. «Να σε κεράσω ένα καφέ κυρά Θοδώρα, κάθισε να συζητήσουμε λίγο», την παρακάλεσε τρεμουλιαστή η φωνή της.

«Σε μια εβδομάδα να μου αδειάσετε τη γωνιά, μου χρωστάς δυο νοίκια ακόμη», της φώναξε λυσσασμένα και σταγόνες σάλιου πετάχτηκαν στο πρόσωπο της Αννας.

Τα παιδιά καθισμένα στο τραπέζι δεν ζήτησαν τηγανίτες με ζάχαρη. Μια χαρά τους φάνηκαν τα λαδωμένα μακαρόνια κείνο το πρωινό.

Τα κοίταξε η Αννα τρυφερά κι έλιωσε η αγάπη που ’νιωθε σα καραμέλα απ’ τα μάτια της. Με το δάχτυλο μάζεψε τις σταγόνες σάλιου απ’ το πρόσωπό της, δοκιμάζοντας τη φτυμένη οργή της σπιτονοικοκυράς στον ουρανίσκο της.

Η γεύση απ’ το βουτυρωμένο κρουασάν με τη πραλίνα σοκολάτα την έκανε να χαμογελάσει, με μια ακαθόριστη χαρά έστω και στιγμιαία. Την είδαν τα παιδιά ν’ αχνογελά κι η χαρά έπιασε τα πουλιά απ’ τα όμορφά τους σβέρκα.

Αφού χόρτασαν τη γλύκα απ’ τα χείλη της αμέσως μετά καταπιάστηκαν με τα τουβλάκια. «Κοίτα μαμά, ένα όμορφο σπίτι που φτιάξαμε για σένα!».

Η Αννα χαμογέλασε ακόμη μια φορά μα δε βάσταξε απ’ τη λύπη που της έφραξε την ανάσα και ξέσπασε σε αναφιλητά.

«Πώς χαίρονται κάποιοι μωρέ, όσα δικαιούται ο άνθρωπος, ενώ την ίδια στιγμή ο διπλανός τους βουλιάζει στη μαύρη φτώχεια!», κραύγασε η ψυχή της, καθώς σκέφτηκε τον καμαρωτό μαύρο σκύλο με το θαλασσί λουράκι…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου