ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Επιστροφή στον «ανένταχτο» Παπαδιαμάντη ~ «Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας»

επιστροφή-στον-ανένταχτο-παπαδιαμ-411533

Της Φανής Μαγκούτα, φιλολόγου

« (…) Το μικρό, απέναντι στο Πήλιο, νησί, η Σκιάθος, πρωτοκατοικημένο από Πελασγούς της Θράκης, ορμητήριο πειρατών στους ρωμαϊκούς κάποτε χρόνους, ακουστό στην αρχαιότητα για τα κρασιά του και τα ψάρια του, ανεπηρέαστο από Φράγκους κι απάτητο σχεδόν από Τούρκους […], εκεί, την 4η Μαρτίου 1851 γεννήθηκε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης κ’ εκεί αποσταμένος, σωματικά και ψυχικά από τη ζωή των Αθηνών, ξαναγύρισε και πέθανε την 3η Ιανουαρίου 1911».

Ο Επτανήσιος Ιωάννης Ζερβός μας έδωσε κριτική βιογραφία του συγγραφέα, όπου αναφέρει ότι είχε προσωπική γνωριμία με τον Αλ. Μωραϊτίδη και πιθανόν και με τον Αλ. Παπαδιαμάντη. Από έγκυρο μάρτυρα, τον Σκιαθίτη Αλ. Μωραϊτίδη άκουσε ο Ι. Ζερβός περιγραφές του νησιού και από τις διάφορες παπαδιαμαντικές αναφορές κατόρθωσε να το αναπαραστήσει όπως ήταν. Παραθέτουμε τη λυρική περιγραφή της Σκιάθου του λογοτέχνη Ιωάννη Ζερβού, που εκφράζει την επτανησιακή παράδοση στο λόγο και διασφαλίζει και τη δική του επτανησιακή ταυτότητα: «(…) Γόνιμο και πολύφυτο, στολισμένο απόνα πολύμορφο πετροβούνι κι’ από μια βαθειά λιμνούλα δυσμικά και μια λιμνοθάλασσα ανατολικά του σημερινού χωριού, έχοντας ένα ποταμάκι της Κεχριάς, που τους όχτους του ισκιώνουν πλατάνια και θάμνοι και βρύα, συντροφευμένο απόνα άλλο εύφορο νησάκι κι’ από δυό ξερόνησα μπρος από τον κόλπο του, τον πιο πλατύ, γιατί έχει κι’ άλλους δυό μικρότερους – (τρίκολπο ονομάζει κάπου το νησί του ο Παπαδιαμάντης) προικισμένο μ’ ακρωτήρια βραχερά και μ’ ακρογιάλια μαλακά, πλουτισμένο με γόνιμο μακρύ κάμπο και με μικροκοιλάδες και ρεμματαριές είνε (sic) η Σκίαθο χαρά θεού και ανθρώπων γοητεία. Η εληά πυκνοσκεπάζει τ΄ ανηφόρια, τ’ αμπέλια απλώνονται στον μικρό κάμπο, πευκώνες, πλατάνια, σκίνοι, φτελιές πλαισιώνουν το βουνό και τις χαράδρες του, περβόλια και λαχανόκηποι είνε γύρω στο χωριό. Άλλα χωριά δεν έχει η Σκίαθο, και μόνο 100-150 βοσκοί και δραγάτες μένουν στα ξέχωρα σκόρπιοι. Ναΐσκοι όμως κ’ ερημοκλήσια και χαλάσματα μοναστηριών βρίσκονται εκεί πολλά, κατασπαρμένα σε κάθε ψήλωμα και σε κάθε απάγγειο, και το μοναστήριο της Ευαγγελίστριας συντηρείται ακόμα.»

Ο τρόπος με τον οποίο είναι συναρμολογημένες οι πληροφορίες για το νησί από τον Ι. Ζερβό συμπίπτουν με την θέα της Σκιάθου που παρουσιάζει ο Μηλιώτης Αργύρης Φιλιππίδης, στη «Μερική Γεωγραφία» του (18ος αι.). Για τον χαρακτήρα των κατοίκων αναφέρει ο Φιλιππίδης: «Οι Σκιαθώται είναι άνθρωποι ήμεροι, πραείς, της θρησκείας ευλαβείς. Έχουν μια γη καλή και εύφορον και δεν την παραδουλεύουν. Αν ίσως και να εκίταζαν [sic] μόνον ελιαίς όπου έχουν, ήθελον ζουν καλλήτερα από τα δυτικά χωρία της Μαγνησίας. Τώρα όμως άρχισαν να την καλλιεργούν. Τούτο το νησί έχει λιμένας δύο, ο ένας είναι στο κάτω μέρος, κατά την όστρια, και καλείται Κολιός».

Διασώζει ο Αργ. Φιλιππίδης, με ανεπιτήδευτη αφήγηση, περιγραφή του μοναστηριού του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο (1 Ιουνίου – 15 Οκτωβρίου 1815) και παρουσιάζει λεπτομερώς την ομορφιά του τόπου, συμπίπτοντας πληροφοριακά με τον μεταγενέστερο Επτανήσιο. «Επάνωθεν του νέου χωρίου έως μισί ώρα, είναι το νέον μοναστήρι της Παναγίας εις μνήμην του Ευαγγελισμού αυτής τη 25 Μαρτίου. Τούτο το μοναστήρι το έκτισε τις σεβάσμιος και ενάρετος ανήρ, ονόματι Νήφων, όστις πρώτον εκατοικούσε με την συνοδίαν του (sic) εις την νήσον Νικαργιά, εις την εκεί εδικήν του σκήτην. Και έχοντας ένα τόν πρώτον καί οπαδόν του μαθητήν της μοναδικής και εναρέτου ασκητικής πολιτείας, ονόματι Γρηγόριον, όστις καί γέννημα θρέμμα από τήν Σκιάθον καί ανθρώπου υιός ποτέ Χατζή Σταμάτη, ομιλώντας πολλαίς φοραίς μέ τον ειρημένον διδάσκαλόν του, διά τήν πατρίδα του καί διά τό ήμερον καί ατάραχον της ανθρωπότητος, επαρακινήθησαν με όλην τήν συνοδίαν του καί εμετοίκησαν από τήν Νικαργιά εις τήν Σκιάθον, καί έκτισαν τό ειρημένο μοναστήριον, εις μνήμην του Ευαγγελισμού τής Θεομήτορος. Καί είναι κτισμένο με τοιχόκαστρον, με κελλιά, με οντάδες, με όλα του τα αναγκαία κώμοδα. έκαμαν καί την Εκκλησίαν εις τήν μέσην, καί είναι απαράλακτον (sic) ωσάν του Αγίου Όρους τα μοναστήρια. καί τό έχουν κοινόβιον, καί πολιτεύονται μίαν ζωήν αδελφικήν. Ζούν όμως με τα έργα των χεριών του, καί με τήν προίκα οπού τούς έδωσεν ο ειρημένος Γρηγόριος, εξόδευσαν εις αυτό, όσον νά τό τελειώσουν, από ελεημοσύναις (sic) των Χριστιανών από κάθε μέρος, υπέρ τα διακόσια πουγγιά. καί έγινε, κατ΄ οικονομίαν Θεού, ένα μεγάλο καλό των γειτονικών χωρίων, διά ωφέλειαν και σωτηρίαν των ψυχών, επειδή ως είπωμεν, είναι ωσάν της αγίας Άννης του Όρους, οι ευρισκόμενοι εδώ Πατέραις καί καλλήτεροι (sic)».

Τα πράγματα όμως σήμερα είναι διαφορετικά, όπως μαρτυρεί ποιητικά ο Νίκος Καρούζος. «Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει / πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο / και αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα / πάνε για λίγο αεράκι, λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι. / Μα είν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση / με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα». Το σήμερα αντιπροσωπεύει τη χρονολογία, 1974, που το ΄γραψε αυτό ο Καρούζος.

Γιατί στο δικό μας σήμερα, στα 2019, ο «εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης / και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.» Αυτός ο απλός άνθρωπος, ο ανέσπερος Έλληνας, που κράτησε τον πόνο στο σωστό του ύψος, δεν απαίτησε τίποτα από τη ζωή, τίποτα από κανέναν. Ο ανοξείδωτος, κατά τον χαρακτηρισμό του Καρούζου, εκφραστής ενός μικρού τόπου, «η Σκιάθος γυρίζει όλο το νησί, μίλια δέκα οκτώ» και μιας συνείδησης οικουμενικής.

«Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας» σ΄ αυτόν τον ελάχιστο τόπο, στη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου