ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το τρίτο χρυσόψαρο ήμουν εγώ

το-τρίτο-χρυσόψαρο-ήμουν-εγώ-433272

Της Εύας Λόλιου

Θα ήθελα ένα σπιτάκι στην εξοχή. Να κοιμάμαι κάτω από μια ξύλινη στέγη, πάνω σε λευκά σεντόνια που στις άκριες να ’χουν φαρδιά δαντέλα με κοφτές μαργαρίτες.

Τα παραθύρια αμαντάλωτα με λεύτερες τις κουρτίνες στον άνεμο, τις νύχτες που ψάχνει το φεγγάρι για αγάπη να ’ρχεται δίπλα μου να πλαγιάζει.

Πάνω στο αγαθό ξύλο του τραπεζιού το βιβλίο και η γυάλα μου με τα δυο χρυσόψαρα.

Απ’ το μουρμουρητό του δάσους φοβούνται, αφουγκράζομαι που τρέμει η καρδιά τους και χτυπώ με την άκρη του μικρού μου δαχτύλου το γυαλί να ηρεμήσουν.

«Το ποτάμι είναι, μη φοβάστε». Υστερα ήσυχα να κοιμούνται στις γυαλιστερές όχθες με οξυγονωμένα τ’ όνειρα στα βράγχια τους.

Είναι μέρες τώρα που τα βλέπω ανήσυχα.

Η πόλη ακούγεται αδυσώπητη, διαπερνά τους τοίχους, τρίζει η γυάλα. Χώνουν τις μουσούδες τους στις φτέρες, στα κρυπτοκόρινα, μα οι ουρές δε χωρούν να κρυφτούν στα κλαδιά τους.

Κλείνω τα παντζούρια και τραβώ τις βαριές κουρτίνες σκεπάζοντας τις λίγες ακτίνες φωτός που προσπαθούν να τρυπώσουν στις μικρές χαραμάδες.

Ανάβω το λαμπατέρ και κάθομαι στη καρέκλα αντίκρυ τους.

Αμέσως ξεθαρρεύουν και κολυμπούν στο διάχυτο φως της λάμπας μέσα στα νερά.

Χτυπώ πάλι το γυαλί και τους χαμογελώ.

Στέκονται το ’να απέναντι στ’ άλλο, σα να συζητούν. Θολώνει το γυαλί απ’ την ανάσα μου, άραγε τι να μιλούν, πόση σιωπή.

Τα χρυσά μάτια τους είναι πεταγμένα έξω, έτοιμα να πέσουν στο πηγάδι, σαν άστρα να σβήσουν και να χαθούν.

Μου ρίχνουν μια απογοητευμένη ματιά και μ’ ένα δυνατό τίναγμα της ουράς τους στο νερό πηδούν έξω απ’ την γυάλα.

Το ένα σπαρταρά πάνω στο βιβλίο, στο εξώφυλλο του η θάλασσα. Στη χούφτα μου κρατώ το δεύτερο, ίσα που αναπνέει.

Προλαβαίνω να τα βάλω πίσω στο νερό, δε τα ρωτώ αν θέλουν να ζήσουν. Θα ήθελα ένα σπιτάκι στην εξοχή, να ζω μαζί με τα χρυσόψαρά μου.

Μα γιατί μένω στο θέλω ακόμη; Δική μου είναι η απόφαση!

Σε μια πλαστική σακούλα θα τα βάλω! Θα περάσουμε τα φανάρια βιαστικά, κρυμμένα θα ’ ναι στο κόρφο μου μέχρι να φτάσουμε στη θάλασσα!

Με μια βάρκα στο βαθύ μπλε της , έξω απ’ τους κυματοθραύστες… Κι εκεί θα πηδήξουμε!

Ναι, εκεί θα κοιμόμαστε.

Για φαντάσου, δίπλα στις ανεμώνες και στους αστερίες που δεν έχουν καρδιά.

Γνωρίζετε πως το αίμα τ’ ανθρώπου φοβίζει τα ψάρια; Τα πνίγει απ’ την πολλή αγάπη μέσα σε μια γυάλα.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου