ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η κακαβιά

η-κακαβιά-440892

Της Εύας Λόλιου

Σαν ζέστανε ο ήλιος το φεγγάρι, γλύκαναν τα νερά, ρέμησαν τόσο που βγήκαν τα οκτάποδα σεργιάνι στα ρηχά.

Το καμάκι μου κι εγώ που έμοιαζε με ιθαγενή, καθώς είχε μάτια από κάρβουνα και μια λευκή φούντα από χοντρές κλωστές στο κρόταφο, από μέρες καρτερούσαμε τις κάψες της θάλασσας με τ’ άστρα να βουτούν ερωτευμένα χρυσώνοντας τον βυθό της.

Ο πατέρας σαν άκουσε ότι τα καλύτερα δολώματα ήταν τα πόδια κόκορα και τ’ αυτιά γουρουνιού, έφυγε για την κορυφή του βουνού με μια μεγάλη νταμιτζάνα τσίπουρο.

Να μεθύσει ήθελε τον αγαθό φίλο του τσομπάνη που αγαπούσε τα ζα του, έτσι μικρά που ήταν και τρυφερούδια.

Τον είδα που ’κρυψε το ψαλίδι της κουζίνας στην πίσω τσέπη του παντελονιού κι άκουσα της μάνας μου τα δόντια που ’τριξαν από θυμό.

«Θα τ’ άρεζε να του κόψουν το αυτί, το μεγάλο του νύχι; Τα κακόμοιρα θα βελάξουν!», είπε φτύνοντας τον πηγαιμό του καθώς έκλεινε την πόρτα της αυλής.

Τρεις ημέρες πέρασαν, κι εγώ τον περίμενα στη κόγχη του λιμανιού ατενίζοντας τα παιχνίδια τ’ ουρανού με την θάλασσα και τους καπεταναίους των ψαροκάικων.

Κάποια άστρα κρύβονταν στο βυθό, ανάμεσα στις ανεμώνες κι άλλα πιάνονταν στα δίχτυα των ψαράδων που με μια δυνατή ριξιά τα πάσαραν ψηλά στον ουρανό για πυροφάνια.

Μα τόσο που αργούσε να γυρίσει ο πατέρας κι ίδρωνε η νύχτα στο μέτωπο μου, ξεκίνησα μόνος για τα βράχια του φάρου.

Μα κι εγώ δεν ήμουν καλύτερος, πήρα κρυφά απ’ την μάνα την χρυσή της μαντόνα που τη κεφαλή της είχε στολισμένη μ’ ένα ολόλευκο μαργαριτάρι.

Τούτο το δόλωμα ήταν το καλύτερο, θα λαμποκοπούσε έξω απ’ τις κρυψώνες τους μέσα στο γυάλινο βάζο. Γνώριζα καλά τα θαλάμια, είχαν για κήπο όστρακα, πορφύρες και πεταλίδες στις χαράδρες τους.

Ο ινδιάνος κι εγώ παραμονεύαμε ακούνητοι έως ότου να ακουστούν τα τρίκαρδα του χταποδιού να χτυπούν στο νερό με κύκλους, που θα σήμαιναν την επίθεση.

Μια χοντροκέφαλη σκορπίνα πλησίασε πρώτη το βάζο, ακολούθησε ένα τεράστιο πλοκάμι και κατά πίσω του ένας μεγάλος και κουτσός κάβουρας.

Βούτηξα τον ινδιάνο στη θάλασσα, λιμπίστηκε ο κάβουρας τα μαλλιά του μπλέκοντας τις δαγκάνες του και πιάστηκε. Αστραπιαία, με δυο ριξιές καμάκωσα το χταπόδι και την σκορπίνα!

Σφύριζαν τα τριζόνια στο σκοτεινό μονοπάτι, μεθυσμένα απ’ την καλή καρδιά του καλοκαιριού.

Σφύριζα κι εγώ, χαρούμενος που τα καρότα και οι πατάτες ήταν ήδη καθαρισμένα στο ψυγείο.

Έκοψα στα γρήγορα μερικά λεμόνια και λίγο σέλινο απ’ τον κήπο δαγκώνοντας τρυφερά τα φύλλα του. Μπήκα στο σπίτι αθόρυβα αφήνοντας γιομάτο το καλάθι στη κουζίνα και έριξα μια ματιά στην κάμαρη.

Ο πατέρας αποκαμωμένος απ’ τα πολλά τσίπουρα, γεμάτος απ’ τα τσιμπήματα του κόκορα στο πρόσωπο, κοιμόταν γαλήνια στον κόρφο της μάνας.

Τα χείλη της φιλούσαν τρυφερά τις πληγές του. Επέστρεψα με ευλάβεια την μαντόνα στο εικονοστάσι κι άναψα το καντήλι που ’χε σβήσει, δοξάζοντας την θαλασσινή Παναγιά για τα δώρα της.

Κι ύστερα θέριεψα την φωτιά στον τέντζερη, να μοσχοβολήσει ο οντάς με περίσσια αγάπη απ’ τη νόστιμη κακαβιά μου.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου