ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο Ηράκλειτος

ο-ηράκλειτος-447315

Της Εύας Λόλιου

«Νομίζω ότι βρήκα τον σκοπό για μένα σε αυτόν τον κόσμο», μου ’πε το σκοτεινό μου άλογο κι έκανε δυο βήματα μπροστά στο ύψωμα να κοιτάξει την αδειανή θάλασσα.

Τα στάχυα που έφταναν ως το φάρο, θαρρείς κι άκουσαν τον μεγάλο του λόγο (μολονότι βρίσκονταν σε κατάσταση ξηρότητας) έγειραν στο νοτιά και σκόρπισαν στον αγέρα οι φρούδες ελπίδες τους ότι θα ζούσε μαζί μας ο Ηράκλειτος στον άγονο αυτό τόπο.

Όλα τα χώματα, η γη, οι πέτρες και τα φτερά των ανεμόμυλων μαζεύτηκαν σωρός γύρω μας ν’ ακούσουν τα μαντάτα.

Κι ήταν εκείνη η στιγμή μυθική, με τον ήλιο μεγάλο και πορφυρό ν’ ανάβει δαυλούς σε κάθε κορυφή των νησιών, θεία τα λογίζαμε σημάδια που έλαμπαν σαν άστρα στο βάθος του ορίζοντα.

Μέσα στα βουνά κοιμόνταν το νερό παγωμένο, τίποτα δεν έρεε στον ανήφορο ή στις πλαγιές που κατηφόριζαν έως την άβυσσο. Κουφάρια απ’ αρκούδες, φίδια και λύκους, γυρτά δέντρα κι άκληρα φτάναν εκεί που τελείωνε το βλέμμα κι άρχιζε η νύχτα.

Πλάσμα ζωντανό είχαμε καιρό να συναντήσουμε, ούτε τριζόνι στην σκιά απ’ αγκάθι να σταθεί κι είχαν κρυφτεί άνθρωποι, πουλιά και ζώα στα δροσερά λαγούμια του φεγγαριού.

«Ηλθε η ώρα αδελφέ να φύγουμε, η ώρα τ’ αλετριού και του πνευματικού σπόρου..», μου μίλησε κι έσκυψε το σάγμα του ν’ ανέβω.

Τον κοίταξα σκεπτικός, σχεδόν αβέβαιος αν έπρεπε να του αποκριθώ γιατί αν και τα μάτια μου ήταν ανοιχτά ένιωθα βαθιά μέσα μου την αδράνεια κι έμοιαζα περισσότερο με πεθαμένος..

Κι όμως ζήλευα τ’ άλογο γι’ αυτό μίλησα με λόγια φθονερά, ξίφη ποτισμένα δηλητήριο που του ’ μπηξα βαθιά μες στην καρδιά.

«Ο ουρανός θα σε πλακώσει κραύγασα, την βάρκα σου σαν πλεύσεις στων θεών τα κύματα, δες πως θα ρημάξουν τα κουπιά! ..

«Χλιμίντρισε τότε θυμωμένος γκρεμίζοντας από κάτω του την γη και βρόντηξε η αστραφτερή του χαίτη που σήκωσε τα μπροστινά του πόδια ψηλά στον ήλιο..

Καθώς έφευγε εξάγνισε με φωτιά τον κατήφορο, χάθηκε μες στους καπνούς και πίστεψα πως ήταν η στερνή φορά που το είδα.

Απ’ έναν αιώνα μετά δε θα ζούσα που θα επέστρεφε ποτάμια και βροχή, φορτωμένα σε πιθάρια στη γενναία του ράχη..

Έκανα δυο βήματα μπροστά στο ύψωμα να κοιτάζω πολλά χρόνια την αδειανή θάλασσα..

Τον ήλιο μεγάλο και πορφυρό ν’ ανάβει δαυλούς σε κάθε κορυφή των νησιών, θεία τα λόγιζα σημάδια που ’λαμπαν σαν άστρα στο βάθος του ορίζοντα..

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου