ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο τάτος

ο-τάτος-487509

Της Εύας Λόλιου

Τον αγαπούσα τον τάτο* και κάθε που άνοιγε μια καινούρια τρύπα στα σκαρπέττα* μου έτρεχα στο τσαγκαράδικο να μου τα φτιάξει.

Η μάνα με μάλωνε που δε πέρασε μισός χρόνος, κόντευαν τα γεννητούρια του Χριστού με το χιόνι να φτάνει ίσαμε το μισό μου μπόι και αν θυμούμαι καλά ήταν μήνας Δεκέμβρης του 1941.

Απ’ τα πρωτοβρόχια ξεκίναγα να τα χαλώ, μέσα στα νερά κι ύστερα με τις πρώτες κρύες ανάσες του χιονιά κλωτσούσα τις πέτρες και τα άδεια κοσνσερβοκούτια που βγάζαν έναν ήχο τσιριχτό σαν να ράγιζαν κρύσταλλα.

Στις αλάνες με τα παιδιά παίζαμε ποδόσφαιρο, μα κείνα τα χρόνια που να βρίσκαμε δερμάτινες μπάλες και έτσι κλωτσούσαμε πανιά γεμισμένα με χώμα και ξερόκλαδα.

«Βρε γιόκα μ’ ατζαμής είσαι κι άχρηστος για τα δώρα που σου ’δωκε η τύχη, τα πόδια σου απέτσωτα* να μην είναι και δυο πόντους πιο ψηλά να φτάνεις απ’ της γης», μου έλεγε και είχε στα μάτια μια στοργή κρυφή αν και σήκωνε το χέρι να με καρπαζώσει.

Μα ’γω είχα τα παραθύρια ορθάνοιχτα να ανασαίνουν τα δάχτυλα μου τον χειμώνα, η μάνα σαν έβαζε τις κάλτσες στο πλυσταριό να της μυρίζουν πιότερο μυρωδιές βανίλιας παγωτού κρασάτου και λιγότερο τον ζώλο* της κάλτσας που ’μοιαζε με αυτόν της ρέγκας και της σκορδαλιάς.

Γιατί τη ντρεπόμουν την μάνα, έτσι καθαρή και μοσχοβολιστή που την έβλεπα, κάθε πρωί στο πηγάδι ένιβε* με την παγωνιά το μούτρο και τους κόρφους της.

Κι ο πατέρας την ντρέπονταν το ίδιο θαρρώ κι αυτό γιατί εκείνα τα χρόνια κοιμόντουσαν σε ξεχωριστά κρεβάτια.

«Μωρέ Λενιώ, σα πέρα κοιμήσου..ήπια κανά δυο ποτηράκια στη παράγκα με τον κουμπάρο, να μη σου μυρίσω λουλούδι μ’ και όμορφα ν’ ονειρευτείς σου πρέπει..», κι ύστερα γυρνούσε την πλάτη στο αντικριστό ντιβάνι της κάμαρης που φέγγε το καντήλι στο λευκό της πρόσωπο.

Τον αγαπούσα τον τάτο μου και η αλήθεια είναι πως μάθαινα κοντά του πώς οι άνθρωποι καθρεφτίζονται και μοιάζουν όμορφοι στα γυαλιστερά τους παπούτσια, γι’ αυτό κάθε που άνοιγε μια καινούρια τρύπα έτρεχα να μου τα φτιάξει..

«Να κοίτα απ’ εδώ ψηλά» και μ’ ανέβαζε πάνω στο σκαμπό να δω το φινίρισμα και τον καλλωπισμό των παπουτσιών μου.

«Κι όσο θα μεγαλώνεις, κοντά μου θα σε ’χω να μαθαίνεις πώς οι άνθρωποι περπατούν με αξιοπρέπεια στους δρόμους..

Με τις ξυλόπροκες και τα γυφτόκαρφα οι σόλες σε σηκώνουν πιο ψηλά γιόκα μ’, τα πόδια σου μη σταυρωθούν από αμορφωσιά στα δύσκολα χρόνια που ’ρχονται».

Κι ύστερα μου έλεγε να σωπάσω πριν νυχτώσει και σβήσει το κερί.

Την επαύριο που θα ’φτανε ο πόλεμος να ’χα και δυο παραπανίσιες γαλότσες, μπαλωμένες απ’ τα καινούρια δέρματα στο περήφανο χρώμα του καφέ και του μαύρου..

** τάτος – νονός, σκαρπέττα – μικρά παπούτσια, απέτσωτα – χωρίς παπούτσια, ζώλος – μπόχα, άσχημη μυρωδιά, ένιβε – έπλενε

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου