ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η περιπέτεια έργου του Θεόφιλου

η-περιπέτεια-έργου-του-θεόφιλου-505000

Ενδιαφέρουσα αφήγηση από τον Αθανάσιο Νικολούτσο, μέλος της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών

Αφορμή για μια ενδιαφέρουσα αφήγηση αποτέλεσε το ημερολόγιο της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών και η αναφορά του Δημήτρη Παλιούρα σε έργο του Θεόφιλου «Τα στενά των Δαρδανελίων» ζωγραφική σε ύφασμα, διαστάσεων 1,98χ0,78μ., που ανήκει σε άγνωστη ιδιωτική συλλογή. Σε επιστολή που απέστειλε στο Δ.Σ. της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών το μέλος της Αθανάσιος Νικολούτσος, αναφέρεται για το συγκεκριμένο έργο: «Μπορεί να μην είναι γνωστό το πού βρίσκεται σήμερα, όμως δεν είναι άγνωστη η ιστορία του, διότι ο Θεόφιλος το είχε ζωγραφίσει το 1920 για τον παππού μου Γεράσιμο Τσιμπλούλη και ήταν τοποθετημένο για πολλές δεκαετίες στο σπίτι του στη συμβολή των οδών Μαγνήτων και Βασσάνη στον Βόλο.

Το έργο χρησίμευσε σαν «πάντα» πάνω από το κρεβάτι που και εγώ μέχρι το 1955 φιλοξενήθηκα εκεί…!!

Ας μου επιτραπεί να αναφερθώ με συντομία στο ιστορικό του έργου του Θεόφιλου με τον τίτλο «Τα στενά των Δαρδανελίων – Το Ρούμελι Ισάρ» του 1920 ή καλύτερα για την ιστορία και την περιπέτεια μιας «πάντας».

Το 1920 ο Θεόφιλος επισκέφθηκε τα υφαντουργικό εργοστάσιο των αδελφών Θεόδωρου και Γεράσιμου Τσιμπλούλη, το οποίο στην εποχή εκείνη, σύμφωνα με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Βόλου, είχε 15 αργαλειούς, 22 εργάτες και ημερήσια παραγωγή 180 πήχεις υφασμάτων. Ο ένας αδελφός ο Γεράσιμος Τσιμπλούλης ήταν παππούς μου, πατέρας της μητέρας μου Μαριγούλας Τσιμπλούλη.

Ο Θεόφιλος πήγε μια μέρα στο υφαντουργείο και ζήτησε δουλειά. Τους έκανε διάφορα θελήματα για λίγο φαγητό και ένα ποτηράκι κρασί. Τους πρότεινε δε να τους ζωγραφίσει και κάτι χρήσιμο. Του έδωσαν τότε ένα μεγάλο βαμβακερό ύφασμα διαστάσεων 0,80χ2,00μ. και ο Θεόφιλος το ζωγράφισε και έγραψε ως τίτλο «Τα στενά των Δαρδανελίων- Το Ρούμελι Ισάρ» και την υπογραφή του «Εργον Θεόφιλου Γ. Χατζή Μιχαήλ 1920».

Το ζωγραφισμένο αυτό πανί, ο παππούς μου Γεράσιμος το φοδράρισε και λόγω των καταλλήλων διαστάσεων το τοποθέτησε σαν «πάντα» για το κρεβάτι του στο σπίτι του, στη γωνία τω οδών Μαγνήτων και Βασσάνη στον Βόλο.

Η «πάντα» για πολλές δεκαετίες έμεινε πάνω από το κρεβάτι του παππού μου. Στη δεκαετία του 1940 και μέχρι το 1950 στο κρεβάτι αυτό με έβαζαν και μένα πότε – πότε να κοιμηθώ και χάζευα τη ζωγραφιά με τα καραβάκια, τους ναύτες, τα σπιτάκια…

Μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του Βόλου η «πάντα» αποσύρθηκε από το κρεβάτι, έγινε ένα ρολό και αποθηκεύτηκε στο υπόγειο του σπιτιού.

Μετά το θάνατο του παππού μου, κανείς δεν αναζήτησε την «πάντα» -πίνακα, ούτε η γιαγιά Ιουλία, ούτε τα παιδιά της.

Κάποιο χρόνο, στη δεκαετία του 1970, ο πατέρας μου θυμήθηκε ότι στο υπόγειο του σπιτιού βρισκόταν μια «πάντα». Την εντόπισαν, είδαν και υπογραφή «Θεόφιλος Χατζή Μιχαήλ» και κατάλαβαν ότι είχε κάποια αξία ως γνήσιο έργο ενός λαϊκού ζωγράφου. Την περιποιήθηκαν και σκέφτηκαν να την πωλήσουν. Περί τα μέσα του 1970 άρχισαν να εκδηλώνουν την επιθυμία να πωληθεί σε κάποια καλή τιμή βέβαια. Μια προσπάθεια να πωληθεί στην Αθήνα απέτυχε. Ετσι παρέμεινε στον Βόλο μέχρι τις αρχές του 1981. Περί τα μέσα του 1981 ο γιος του Γεράσιμου Τσιμπλούλη, ο Νίκος Τσιμπλούλης (θείος μου) πώλησε τον πίνακα – «πάντα» σε κάποιον Αθηναίο γιατρό, που πήγε στο μαγαζί του στην οδό Ερμού του Βόλου και ενδιαφέρθηκε. Η τιμή του, από ό,τι φάνηκε μετά, ήταν μικρή. Το θέμα τελείωσε, ξεχάστηκε.

Το Φεβρουάριο του 1982, 6 μήνες περίπου μετά τη πώληση της «πάντας», πραγματοποιείται στη Galerie 3 της οδού Φωκυλίδου 3 στο Κολωνάκι Αθήνα «Εκθεση Θεόφιλου». Την επισκέφθηκα γιατί πίστευα ότι θα δω έργα του Θεόφιλου. Ομως η «πάντα» ήταν το μοναδικό έργο του Θεόφιλου, που από «πάντα» είχε γίνει πίνακας με κορνίζα. Στα εγκαίνια της έκθεσης καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών ανέλυσε το έργο, δίνοντας λεπτομέρειες για την παράσταση, την απεικόνιση, την τεχνική και τις φθορές που είχε υποστεί. Μετά από μερικές μέρες ο πίνακας αποσύρθηκε. Είχε πωληθεί σε εξαιρετικά πολλαπλάσια τιμή από ό,τι είχε αγορασθεί στον Βόλο.

Δεν είναι γνωστό πού βρίσκεται σήμερα ο πίνακας, ο οποίος στη Galerie 3 είχε ξύλινη κορνίζα, ενώ όταν πωλήθηκε ήταν μια απλή «πάντα», όπως είχε χρησιμοποιηθεί για πολλές δεκαετίες στο σπίτι του παππού μου» καταλήγει η επιστολή.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου