ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Επιστροφή στον αναστάσιμο Παπαδιαμάντη

επιστροφή-στον-αναστάσιμο-παπαδιαμά-530616

Της Φανής Μαγκούτα, Φιλολόγου

«Εις τον Αι – Γιάννη άμα ενύκτωσεν, είχε φθάσει με όλον το ασκέρι του, γυναίκα, παιδιά και παραγυιούς του, ο μεγαλοβοσκός Γιάννης ο Μπαρέκος, καθώς κι ο Κώστας ο Πηλιώτης, άλλος τσομπάνος με τη φαμίλια του, κι ο Αγγελής ο Πολύχρονος, με όλον το όρδινό του. Είχαν ανάψει μεγάλην φωτιά, κ΄ εκάθισαν εις το ύπαιθρον, παρά τον βόρειον τοίχον του ναΐσκου, και διηγούντο παλαιά χρονικά του ποιμενικού κόσμου, κ΄εκοίταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια, πότε θα φθάση στην μέσην τ΄ουρανού, διά να είναι μεσάνυχτα, και πότε θα φθάση εις εν δυτικόν σημείον, διά να φέξη. Κ΄επερίμεναν τον παπάν, πότε να έλθη, διά να τους κάμη Ανάστασιν. Ήτον δε μεσάνυχτα ήδη, και ο παπάς δεν είχεν έλθει».

Κατά θεία οικονομία συνέβη να χαθεί ο παπα – Γαρόφαλος και να συναντήσει τον Αλιβάνιστο που του ΄δειξε τον δρόμο. Ο παπα – Γαρόφαλος λαμβάνοντας τον λόγο προσκαλεί τον αλειτούργητο αιπόλο στην αναστάσιμη λειτουργία, με τέτοια λεπτότητα, με το κάλεσμα του πατέρα, με επιχειρήματα αδιάσειστα, τα οποία καμία παιδαγωγική ή ποιμαντική δεν διδάσκει. Αρχίζω το παράθεμα από την κλίμακα της προσφώνησης: «Πάτα τον πειρασμό! Έλα Κόλια! Έλα Νικόλαε, έλα Νικόλαε μακάριε, ο Άγιος Νικόλαος να σε φωτίσει!». Ο τρόπος της προσέγγισης ήταν να κινηθεί η καρδιά, πλησίασμα καθαρά συναισθηματικό: «Να μοσχοβολήσει η ψυχή σου! Έλα ν΄απολάψης τη χαρά του Χριστού μας! Μην αδικείς τον εαυτό σου! Μην κάνεις του εχτρού το θέλημα!»

Πώς τελειώνει το διήγημα; «Και ο γέρων ερημίτης απήντησεν: Αληθώς Ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος! Ενώ ο μικρός ψάλτης εμινύριζε το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε», επλησίασε μαζί με τας άλλας γυναίκας εις την βορείαν πύλην του ιερού ο από αιώνων αλειτούργητος μπάρμπα Κόλιας».

Γράφτηκε το 1903. Τα βιώματα που περιγράφει είναι ζητούμενα στην εποχή μας. Πάντα ήταν ζητούμενα. Όμως εκεί μας καλεί ο συγγραφέας να έλθουμε, στο «όλα ευωδίαζον άνοιξιν και απλότητα και χαράν», όπως αναφέρεται σ΄ αυτή την πασχαλινή ατμόσφαιρα στο νησί του, ο Παπαδιαμάντης. Άκουγε τις μέρες αυτές τον Λαμπριάτικο ψάλτη που έψαλλε «κακώς μεν αλλά ευσεβώς και μετ΄ αισθήματος». Μπορεί να συναντούσε και να συνομιλούσε με τον αλλόκοτο συγχωριανό του που έλεγε τα θυμόσοφα «κατ΄ ουσίαν (ο άνθρωπος) ουδένα αγαπά ειμί μόνον τον εαυτόν του, τον οποίον και φθείρει από την πολλήν φιλαυτίαν … Δι’ αυτό λέγει κι ένα τροπάρι την Μεγάλην Σαρακοστήν – εσύ ξεύρεις απ΄ αυτά πώς λέγει… «Αυτοείδωλον»; «Αυτοείδωλον εγενόμην, τοις πάθεσιν…».

Βλέπουμε και σήμερα ανθρώπους να λατρεύουν τα είδωλα, το χρήμα, οι ερασιχρήματοι, θεωρίες διάφορες και περίεργα, και μέσα σε όλα αυτά, αυτάρεσκα, υμνούν το δικό τους είδωλο. Το εγώ τους. Ο Παπαδιαμάντης μας απελευθερώνει με τη γραφή του και με την αλήθεια του, προσδιορίζοντας το ανθρώπινο πρόσωπο απαλλαγμένο από τη φθορά και το θάνατο, που μαρτυρούν σε ανάμνηση αιώνων οι ποιητές. Ελευθερώνεται ο Αλιβάνιστος διά του Χριστός Ανέστη. Αυτό εν απλότητι μας το παρέδωσε ο ταπεινός αιπόλος. «Δεν είμαι Αλιβάνιστος!»

Φύση, άνοιξη και Πάσχα έρχονται μαζί. Στις περιγραφές του Παπαδιαμάντη όλα έχουν αύρα πασχαλινή, καθώς συνδέει την ομορφιά του φυσικού τοπίου με τη βαθειά κατάνυξη των ημερών. Στο σημείο αυτό αντιγράφω τη δυνατή εμπειρία που έζησε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης και μας την παραδίδει: « Την χαροποιούσε (αναφέρεται στην αδελφή του) ιδιαίτερα η ακολουθία του Μεγάλου Σαββάτου το πρωί, τη στιγμή τού Ανάστα ο Θεός, τρελαινόταν από χαρά. Η χαρά είναι πνευματικό γεγονός. Προϋποθέτει καλοσύνη και αγάπη. Ο κακός δεν μπορεί ποτέ να είναι χαρούμενος – αυτή είναι και η τιμωρία του, η κόλασή του». Ο ευλαβής Σκιαθίτης συγγραφέας, ας γίνει η αιτία της μεταβολής μας. Ο μοναδικός δρόμος για τη μόνη πραγματικότητα: Διά τους εξ Αδάμ ζώντας και νεκρούς, Χριστός Ανέστη!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου