ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο Αύγουστος που βάδιζε μονάχος

ο-αύγουστος-που-βάδιζε-μονάχος-592913

Της Εύας Λόλιου

Για τη μοναξιά της ψυχής μου κανένας σας δε μίλησε.

Ούτε π’ ακούστηκε είπατε η κραυγή της, ούτε είχατε την παραμικρή ιδέα για το αίμα που έσταζε απ’ την ταράτσα, εκείνη την όμορφη νύχτα του Αυγούστου.

Κρεμασμένη στα σύρματα μια κόκκινη ρόμπα μ’ ένα λευκό λεκέ που δεν ξεπλύθηκε, ανέμιζε δίπλα απ’ την καρέκλα του τρελού σκηνοθέτη που έγραφε στο σκοτάδι.

Εσείς κυρία, εσείς.

Μη γυρίζετε τώρα το βλέμμα σας αλλού.

Με το μικρό σας σκυλάκι, εκείνη τη νύχτα φτάσατε στο πλατύσκαλο του σπιτιού μου, μα ’σεις ορκίζεστε πως τίποτα δεν είδατε και τίποτα δεν ακούσατε.

Μόνο τη μύτη μου κοιτούσατε χρόνια, με τα μάτια σας να γελούν κρυφά και να με κοροϊδεύουν.

Και η μάνα μου το είχε πει και η γυναίκα μου.

Οι κυρίες της ζωής μου..,για την μεγάλη μου μύτη.

Για τα αφτιά μου που έμοιαζαν με ξωτικού και για τα πόδια μου που έκλιναν λόγω πλατυποδίας πάντα με μια ανασφάλεια προς τα πού άραγε να βαδίσουν.

Η αλήθεια είναι πως δεξιά απ’ το ένα μου ρουθούνι μύριζα τα τεύτλα πάνω στην καταπράσινη πλαγιά του βουνού
και στο αριστερό μου αφτί στραφτάλιζαν ολοκάθαροι οι ήχοι απ’ τα κατάρτια π’ άνοιγαν τα όμορφα πανιά τους.

Ποτέ όμως δεν το αποφάσιζα να φύγω, δεν υπήρχαν διέξοδοι.

Σκόνταφτα σ’ ένα καμένο λουλούδι, σε μια πέτρα ντυμένη μαύρη, σ’ ένα σκυλί που πείναγε και άπλωνε τα χέρια του λίγο πιο κάτω απ’ το πλατύσκαλο του σπιτιού μου, στην στροφή της Σαλαμίνας.

Μη γυρίζετε τώρα τα μάτια σας αλλού, αλήθεια με θυμώνετε κυρία μου.

Που αν και η αυλή σας ήταν τουλάχιστον εκατό πορσελάνινα πλακάκια καθέτως και οριζοντίως της έπαυλης σας, δε δώκατε στον φτωχό αυτόν άνθρωπο ένα μικρό κόκκαλο που περίσσευε στο πιάτο του σκύλου σας.

Ούτε π’ ακούστηκε είπατε το κλάμα του, ούτε είχατε την παραμικρή ιδέα πώς αλυχτούσε το φεγγάρι κείνη την όμορφη νύχτα του Αυγούστου.

Για τη μοναξιά της ψυχής του κανένας σας δε μίλησε.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου