ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ο λόγος της σποράς

ο-λόγος-της-σποράς-601493

Της Εύας Λόλιου

Απ’ το στόμα του πατέρα, χρυσαφένιος έβγαινε ο λόγος της σποράς, σμιλεύοντας τις αθώες ψυχές μας μ’ αγάπη και καλοσύνη για όλη τη πλάση.

Μας ’ξηγούσε για τον καλό σπόρο, πώς τον μασούμε πρώτα για να δούμε αν είναι μεστωμένος κι ύστερα πώς τον σπείρουμε στη γη.

«Κλαίει η γη και σείεται αν δε σηκώσει μεγάλα και χρυσαφένια στάχυα, να τη φοβούστε!

Να την τρέμετε, σαν την αντάρα τ’ ουρανού και της θάλασσας!’’, μας έλεγε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του, ανοίγοντας διάπλατα τα γαλάζια του μάτια.

Ακόμη κι ο μπέμπης που κοιμόταν σαν αγγελούδι στην ανάποδη του σαμαριού, ξυπνούσε και τα ’μπηγε.

Η μάνα παρατούσε το σποροσάκουλο να τον νανουρίσει πάλι απ’ την αρχή με τα τζιτζίκια αντάμα κάτω απ’ την φορτωμένη ελιά.

Μα τόσο που τη φοβόμασταν τη στιγμή ’κείνη τη γη, που ούτε να πατούμε πάνω της δε θέλαμε και τρέχαμε όλα μαζί στο κάρο να κάτσουμε.

Τον πατέρα τον έπιανε τότε μια ευτυχία που τον τραβούσε ακάματο στον ήλιο ν’ ανοίξει καινούργια αυλάκια, ν’ ορίσει την έκταση που θα όργωνε έως το σούρουπο.

Ναι, χαιρόταν που πιστεύαμε τους λόγους του και τον κοιτούσαμε στα μάτια μ’ ευλάβεια, όπως η γη τον ουρανό.

Μα σαν μπουρίνιαζε κρυβόμασταν πίσω απ’ τις φοράδες που κι αυτές έντρομες ’κάναν βήματα πίσω προς το ξερό ποτάμι.

Και για να πω την αλήθεια, μόνο τρεις φορές τον θυμούμαι έτσι αγριεμένο, για τρία αλέτρια που ανά δύο χρόνια σάπιζαν απ’ την υγρασία των νερών στο χώμα.

Μετά ’γίναν άτρωτα στα χέρια του σιδερά.

Είχε το δίκιο του ο πατέρας, καθώς έπρεπε να περιμένει έως ότου να λιγώσει το φεγγάρι στον ουρανό για να κόψει τα πλατάνια, να τα πελεκήσει και να συνεχίσει το όργωμα.

Και για να σας πω ακόμη μια ’λήθεια, τότε ήταν που ’μείς σηκώναμε μεγάλο πανήγυρο στο χωριό.

Με λεύτερα απ’ τα ζυγάλευτρα τα φρόνιμα γαϊδουράκια, παρελάζαμε γύρω απ’ τις κρύες βρύσες της πλατείας, ξεδιψώντας τον ήλιο στα καμένα τους πρόσωπα…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου