ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η τρελή μου λεμονιά

η-τρελή-μου-λεμονιά-608965

Της Εύας Λόλιου

Η λεμονίτσα ήταν το κορίτσι του ποταμιού.

Την έβλεπες να ακροβατεί στα πέτρινα τείχη του. Να γελάει, να τραγουδά καθώς το ποτάμι άγριο, οργισμένο έψαχνε να βρει την θάλασσα του Αναύρου.

Να χαθεί στο βαθύ μπλε της.

Τρέχαμε στις όχθες του, ήμερο σαν ήταν κάποιες φορές απ’ τα χάδια του ολογάλανου ουρανού.

Γράφαμε τα ονόματά μας στις σμιλεμένες πέτρες της οργής του.

Μεγάλα όνειρα σαν σχεδίες που επέπλεαν σε άγνωστους ορίζοντες.

Στις ανοιξιάτικες όχθες του φύτρωναν διάσπαρτα πολύχρωμα αγριολούλουδα.

Πλέκαμε τότε οι δυο μας στεφάνια, θυσίες προς τη θεότητα του νερού.

Σαν κοιτούσα τα μάτια της, έβλεπα μέσα τους την τρελή σπίθα του έρωτά της για το ποτάμι.

Ζήλευα τόσο πολύ…

Μόνος μου ύστερα το μάλωνα, πετώντας πέτρες στα νερά του.

Στην αυλή του σπιτιού της στεκόταν πολύφορη η λεμονιά, γεμάτη άνθη και καρπούς στα κλαριά της, αρωμάτιζε όλη τη γειτονιά.

Λαχταρούσα τα αγνά λευκά της, αλλά δεν ιεροσυλούσα.

Μου άρεσε να τη βλέπω λεύτερη, μέσα στο ποτάμι να ριζώνει ο νους της. Μουσκευόμουν στους γλυκούς παφλασμούς της σκέψης της, γλιστρούσα αθόρυβα στα ορμητικά της σχέδια.

Το πρωί μιας ανταριασμένης Κυριακής, ξύπνησα με κακές σκέψεις καθισμένες στην καρδιά μου.

Κάποιος έκλεψε τη λεμονιά! Σαν τρελός έφτασα στο κατώφλι της.

Το βλέμμα μου έπεσε στο γυμνό δέντρο. Λευκά κεριά λιώνανε σε μεταλλικά μανουάλια.

Ανθρωποι με άσπρα μαντίλια κλάδευαν κι άλειφαν με λιωμένη μαστίχα τις τομές της…

Μέσα σε ένα μεγάλο καζάνι έβραζαν τα φύλλα της. Ανάβλυζε στον αέρα το άρωμα του κορμιού της. Φίλησα τα μάτια της…

«Ηταν ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή λεμονιά μου…

Τους μεγάλους έρωτες δεν τους κλείνεις σε κουτιά ούτε σε πέτρινα πλέγματα.

«Αντίο… Αιώνες θα έψαχνα να βρω τη θάλασσά της.

Κύλησα ξεραμένο φύλλο στο ρεύμα της εξόδου, ακολουθώντας την στο μακρινό της ταξίδι…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου