ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Ξέρω τι θέλω, μια γόμα να με σβήσω!»

ξέρω-τι-θέλω-μια-γόμα-να-με-σβήσω-624077

Της Εύας Λόλιου

Είμαι είκοσι, τριάντα ή σαράντα χρόννν.. Κάπου εκεί.. Δεν μπορώ να σας πω με σιγουριά.

Με κοιτώ στον καθρέπτη και προσπαθώ να βρω την ψυχή μου.

Τα μάτια μου δείχνουν μικρά, κάποτε θολά και άλλοτε κυρίως κενά. Παρατηρώ ημέρες τώρα το χρώμα τους.

Με μπερδεύουν, γαλάζιο ή μαύρο χρώμα να χρησιμοποιήσω στο τελάρο; Αναστενάζω, όχι εγώ, η καρδιά μου..

Αγριεμένα κύματα χτυπούν το σκαρί της μέσα σε μια λίμνη. Σε μια λίμνη; Κύματα;

Τεχνητά κύματα μέσα στο κουκούλι που την κρύψανε….

Η ζωή είναι μια διάπλευση του πελάγους, δεν έχω ταξιδέψει μέσα στην ψυχή μου. Φταίνε οι μουντζούρες στα μάτια μου, απ’ τα δάκρυα. Μη πείτε ότι φταίω.

Γεννήθηκα λευκός καμβάς και θα χρωμάτιζα την ζωή μου σύμφωνα με τα χρώματα που μου δόθηκαν απ’ τον Θεό.

Δε θα έκλεινα το αεράκι μέσα σε ένα κουτί, η θάλασσα θα είχε πολλές αποχρώσεις. Κοιτώ το κομοδίνο και αμέσως παίρνω τα μάτια μου απ’ την εικόνα του.

Μέσα στο συρτάρι είναι οι ανάσες των γονιών μου.. Οι πρώτοι ζωγράφοι της ψυχής μου.

Έντονες γκρίζες φοβίες, σκούρες πινελιές των πρέπει, μακρόσυρτες γραμμές που με μαλώνουν, καμπύλες ενός κόσμου απροσπέλαστου.

Μαζί τους και κάποιοι άλλοι ζωγράφοι, οι δάσκαλοι μου, ντυμένοι με σοβαροφανείς τίτλους. Πώς να το σκάσω απ’ την τάξη τους; Πώς να ξεφύγω απ’ την αγάπη τους;

Έχουν ζωγραφίσει μέσα στο δωμάτιο μια πυξίδα, ένα καράβι. Θαλασσιά τα κασώματα στα παράθυρα και λευκές τις κουρτίνες.

Στους τοίχους κρεμασμένα τα πτυχία, με μη ναυτιλλόμενους απόφοιτους.

Ζορίστηκα να φυλακίσω στο συρτάρι τους ζωγράφους, χτυπούν από μέσα. Φωνάζουν να τους ανοίξω, μα κλείδωσα καλά.

Δεν υπήρχε άλλη λύση, δεν άκουγαν τις κραυγές μου ενώ πνιγόμουν.

Ναι, τελικά έτσι εξηγείται η θολούρα των νερών, ο μαύρος βυθός τους που θέλει να βγει στην επιφάνεια, να κλάψει..

…Διανύω χιλιόμετρα στις γραμμές του προσώπου μου, μελετώ την ψυχή μου στα χαρακτηριστικά του. Το πρώτο μου ταξίδι. Ανοίγω τα πανιά, στις πλάτες μου.. Ταρακουνούν το κομοδίνο.

«Σιωπή!» τους φωνάζω. «Ουφ πια! Ξέρω τι θέλω, μια γόμα να με σβήσω!»

Να ξεκινήσω απ’ το τέλος προς την αρχή με μια γόμα! Δεν είναι εύκολο, το ξέρω, θέλει βαθύ τσάπισμα. Πότισε τις ρίζες το μαύρο χρώμα.

Ακούγεται μια μουσική απ’ το βάθος του σαλονιού. Είναι η θάλασσα που τραγουδά..

Αχ.. μα σαν ασπρίσει το ύφασμα θα γυρέψω τον παιδικό μου φίλο. Εκείνον που δε μας αφήνανε να παίξουμε στην βροχή..

Να βουτήξουμε τα δάχτυλα μας μέσα στις μπογιές και να ζωγραφίσουμε όπως εμείς θέλουμε την ζωή μας!

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου