ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η κακιά πεθερά

η-κακιά-πεθερά-650620

Της Εύας Λόλιου

Τι και αν ο Θεός της είχε δώσει καρδιά της Παγώνας, τι ακόμη και αν σήκωνε το κεφάλι στον ουρανό, ούτε μια αχτίδα φωτός δεν αυγάτιζε τα σκοτάδια της.

Είχε μεγάλο παραθύρι στη κουζίνα της και έσπρωχνε το φως ο ήλιος ’πίτηδες.

Να ζεστάνει ο καψερός λίγο τα φυλλοκάρδια της, μα τούτα ήταν κρύσταλλοι αιώνιοι που επιβεβαίωναν την καταχνιά της ψυχής της.

Αγαπούσε πολύ τις γάτες και τις άφηνε να πηδούν απ’ το παραθύρι στο πάγκο, με το κεχριμπαρένιο μπρίκι που ’φτιαχνε τον πρωινό της καφέ και τις φέτες του ψωμιού με το λάιτ βούτυρο στο μικρό πλαστικό πιάτο.

Ναι, πρόσεχε τα σερβίτσια της, τα ’χε μόνο για να τα δείχνει στους εχθρούς της και να καμώνεται.

«Τούτο με το λουλουδάκι το σκαλιστό, το δούλεψε ο άντρας μου χρόνια στη Γερμανία για να μου τ’ αγοράσει».

Μια φορά που το στόμα της έλεγε κι έλεγε παινεψιές, μου έπεσε της δόλιας το φλιτζάνι του καφέ.

Αρον – άρον με πέταξε έξω απ’ το σπίτι, στολίζοντας την αφεντιά μου με μύρια κοσμητικά επίθετα.

Είπα τότε πως δεν θα της ξαναμιλήσω.

Για αυτό κανείς δεν την συμπαθούσε στη γειτονιά. Από λύπηση της έκανα τη φίλη.

Κι ύστερα έκλαψε τόσο πολύ πάνω απ’ το σπασμένο φλιτζάνι που το μοιρολόι της έφτασε έως το αντικριστό βουνό.

Φοβήθηκαν τα πουλιά, έφυγαν και απ’ όσο γνωρίζω δεν ξαναγύρισαν ποτέ στα έλατα που κοιτούσαν το δικό της παραθύρι.

Ηταν η πιο καθαρή γυναίκα στο κόσμο, όλες οι άλλες βρομιάρες και ανίκανες. Ακάματη νοικοκυρά.

Η συμπεθέρα της ήταν άχρηστη, για αυτό τις Κυριακές που μαζεύονταν ο γιος και τα εγγόνια της, ξυπνούσε χαράματα για να ανοίξει τα φύλλα της βλάχικης πίτας που μόνο αυτή γνώριζε να φτιάχνει τόσο καλά.

Είκοσι τέσσερα φύλλα άνοιγε μα είχε τον τρόπο της. Αφού χώριζε το φουσκωμένο ζυμάρι σε είκοσι τέσσερα μπαλάκια, τα πατούσε με την παλάμη της να ανοίξουν.

Ανά τρία τα λάδωνε μεταξύ τους και φουρ το αλεύρι, φουρ ο πλάστης κεντούσαν τα δαντελένια φύλλα της.
Χτυπούσαν οι καμπάνες του Αγιου Σπυρίδωνα, μα δεν είχε χρόνο για χάσιμο.

«Χαζολογούδες μωρέ είστε όλες σας», ψέλλισε μέσα στο κίτρινο σάλιο της καθώς με είδε απ’ το μεγάλο παράθυρο της κουζίνας με το αντίδωρο στο χέρι.

Κατάπια το καλημέρα που ’θελα να της πω. Κατέβασα τα μάτια μου στη γη και την προσπέρασα…

Μια αλλιώτικη Κυριακή την είδα να μπαίνει στην εκκλησιά. Σαν σχόλασε η Λειτουργία, κάθισε μόνη της στο παγκάκι και σα να μου φάνηκε ότι έκλαιγε.

Πήγα κοντά της, η καρδιά μου δεν βάσταξε. Ακούμπησα δειλά τον ώμο της.

«Τι κακό σε βρήκε Παγώνα μου και κλαις;», τη ρώτησα διστακτικά. Σκουπίζοντας τα χοντρά της δάκρυα με την παλάμη της, μου είπε:

«Εμαθε η νυφαδιά να ανοίγει φύλλα, που χρόνο να μη βγάλει, καλό να μην την έβρει.

Κι ο γιόκας μου σήμερις θα φάει τη δική της πίτα. Ποτέ να μην ξαναπατήσουν το πόδι τους στο σπίτι μου.

Γονατιστοί να με παρακαλούν δεν θα τους συγχωρέσω ποτέ!».

Τόσο που μετάνιωσα για την καλοσύνη μου, έκαμα να φύγω απογοητευμένη.

«Τέτοιον κόθρο στη καρδιά μου έμπηξε και χάλασε η πίτα μου…», την άκουσα να λέει μέσα στα αναφιλητά της, καθώς ξεμάκραινα…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου