ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η κόμη της ζωής

η-κόμη-της-ζωής-686314

Της Εύας Λόλιου

Αποσπερού* έβλεπα τον παππού ζωσμένο στα φίδια, σκάλιζε τις στάχτες και μουρμούριζε φτύνοντας στο μαντίλι του λέξεις ποτισμένες χολή.

Στο κιουπί το λάδι είχε μείνει δυο πιθαμές, στο σακούλι δυο ξεροκόμματα για τα πουλιά.

Φαγανιάρης δεν ήμουν μα ήσαν μέρες τώρα που το στομάχι μαζώχτηκε μέσ’ την καρδιά μου, να.. εδώ ψηλά στο στήθος πέτρωσε η πείνα του.

Και όλο ξεροκατάπινα όνειρα σαν έκλεινα τα μάτια. Και τι να πω του παππού, πώς ολημερίς χαλβάδιαζα τις βιτρίνες με τα φουσκωτά καλοψημένα ζυμάρια και τα κουλούρια, ’φου κανείς δεν με ’δωνε δυο ψίχουλα απ’ το περίσσευμα του;

Χιονιστής ο βορράς χτυπούσε με δύναμη τα παραθύρια, με ένα αρούκατο βουητό έμπαινε απ’ τις χαραμάδες, σαν κακός λύκος μου ’δειχνε τα άσπρα του δόντια.

Ο παππούς κόντεψε πλάι μου χαϊδεύοντας τα μακριά μαλλιά μου. «Θα τ’ αλλάξω ’γω παιδί μου τα σκατοψύχια* που σε μοίραναν την κατάντια της ζωής.

Μόλις χαράξει τ’ αύριο θα κόψουμε την γλίτσα από δαύτα, θα φορέσεις τα καλά σου να πας στου παπά να τα επείς».

«Ποια να του προφτάσω γέρο μου;» τον ρώτησα ’κόμη βυθισμένος στον λήθαργο του στοργικού χαδιού του.

«Τα κάλαντα γιαβρί μου, τα κάλαντα δα!»

Σαν ξημέρωσε, με κάθισε στο σκαμνί δίπλα στη φωτιά. Σε ένα σκαφίδι αδειανό απ’ αλεύρι είχε φουσκωμένη σαπουνάδα.

«Σκύψε δα, να σε λούσω», μου πρόσταξε γιομίζοντας νερό στο μπρίκι απ’ το σκαφίδι.

Είχα μάθει στην απλυσιά και δε μ’ άρεσε καθόλου το νερό πως κυλούσε στο σβέρκο μου.

Αφού με σκούπισε με ένα παλιόρουχο ξεκίνησε φρατς φρουτς να μου κόβει τα μαλλιά. Γιόμισε ο τόπος τρίχες.

Και να ξανά λούσιμο για να φύγουν απ’ το κεφάλι και τον λαιμό μου.

Γρύλισα σαν γατί και έμπηξα τα νύχια μου στο σκαμνί.

Με έβαλε να κάμω δυο σβούρες μπροστά του, καμαρώνοντας με που άστραφτα σαν φρεσκοπλυμένη πορσελάνη.

Είχε γεράσει πολύ, μα δε μιλούσε παράπονα και στεναγμούς. Να με δώκει στου παπά να μ’ αναθρέψει, τούτο είχε συμφωνημένο κι ύστερα ας τον έπαιρνε ο φιλεύσπλαχνος θεός την άνοιξη που σίμωνε.

Κατάφορτες οι σκεπές από χιόνι στέναζαν αποκαμωμένες, αφήνοντας δάκρυα σταλακτίτες να ξεδιψούν οι σπίνοι και τα σπουργίτια.

Του ’δωκα δυο φιλιά στα μάτια που μ’ έγνεφαν αντίο. Δε τα ’χαφτα ’γω τούτα τα παραμύθια και έτσι κίνησα να τα πω στον φούρναρη και στον χασάπη.

Κει, θα ζήταγα την δούλεψη στα αρχοντικά τους, λίγο λουκάνικο και ένα φουσκωτό ξεροψημένο ζυμάρι για τον παππού.

**αποσπερού-από βραδύς. σκατοψύχια-κατάρες.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου