ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι νιοστές της ψυχής

οι-νιοστές-της-ψυχής-693838

Της Εύας Λόλιου

Σε αυτή την φωτεινή πόλη είχα ένα παππού και μια γιαγιά κάποτε…

Η επιθυμία στην καρδιά μου ήταν να πεθάνω για να βρεθώ μαζί τους.

Μα ήμουν ανεπαρκής από την φύση μου ώστε να κερδίσω ένα εισιτήριο για τον παράδεισο. Στο τεφτέρι μου είχα αριθμημένες τις δέκα εντολές του Θεού.

Δίπλα, με ένα καλοξυσμένο μολύβι, σημείωνα τους πόντους…

«Ου κλέψεις!». Θυμάμαι που έπιασα ψιλή κουβέντα με τον κυρ -Χρήστο, τον μπακάλη της γειτονιάς…

Τον ρωτούσα για την κάπαρη που μαζεύαμε απ’ τα προσφυγικά χωράφια και πόσες δραχμές θα πλέρωνε την οκά.

«Φέρε να την ζυγίσω και βλέπουμε», μου ’χε πει και στα μάτια του γλίστρησαν πονηρά δυο ολόχρυσες από δαύτες.

Ο Γιαννάκης από πίσω μου, έχωνε κρυφά στις τσέπες του καραμέλες και σοκολάτες. Ένας πόντος…

«Ου ψευδομαρτυρήσεις!». «Ποιος μαρτύρησε στη μαμά ότι το ’σκασα τη νύχτα με τον Γιώργη;», ρωτούσε η Αννα δείχνοντάς μας τα χτυπήματα απ’ το ζωνάρι του πατέρα στα μπράτσα της.

«Δεν ήμουν εγώ, όχι ποτέ δε θα σε μαρτυρούσα αδελφή!», απάντησα, κοιτώντας την στα μάτια…

Θεέ μου, πόσο ντρέπομαι… Ένας ακόμη πόντος…

«Ου φονεύσεις!». Στο μυαλό μου ήρθε η εξαγριωμένη μορφή του πατέρα, το σηκωμένο χέρι του που ήταν έτοιμο να με χτυπήσει άλλη μια φορά.

«Μακάρι να πεθάνεις», ευχήθηκα μέσα μου… Ωχ και άλλος πόντος.

Ιδρωσα… «Ου κρίνεις γιατί θα κριθείς»…

«Σαν είδα την γειτόνισσα μας, αγκαλιά με ένα νεαρό στο παγκάκι του πάρκου, έφτυσα αηδιασμένος. «Πόρνη», ψέλλισα… «Παντρεμένη γυναίκα, σα δε ντρέπεσαι του λόγου σου…

«Και άλλο μπαστουνάκι.. Κι όμως, ποτέ δεν άκουσα την ιστορία της…

Τόσοι πόντοι είναι άραγε αρκετοί για ένα εισιτήριο στη κόλαση; αναρωτήθηκα πικραμένος.

Ήμουν τόσο απογοητευμένος απ’ τον εαυτό μου. Και όλο σωνόταν η λεπτή μύτη του μολυβιού κι όλο το ’ξυνα, ώσπου απέμεινε τόσο δα μικρό που δε χωρούσε στα δυο μου δάχτυλα.

«Ου απιστήσεις..» «Μα, μόνο μια φορά, μόνο μία τ’ ορκίζομαι θεέ μου!»

Μα και αυτή η άτιμη, φορούσε την φούστα ψηλά ως τον ομφαλό, είχε ξεκούμπωτες τις πόρπες στο μπούστο, με μάτια γαλανά και πλάνα πως με κοιτούσε…

Θυμήσου Θεέ μου, θυμήσου.. Με τις σαγιονάρες, πότιζε τον κήπο και όλο έσκυβε στα παρτέρια με τις τριανταφυλλιές. Κι όλο έσκυβε..

Να ένα φυλλαράκι κιτρινισμένο, να ένα κλαράκι ξερό.. Τα κόκκινα νύχια των ποδιών της, έκαναν τόση αντίθεση με την λευκή της σάρκα..

Ακόμη την θυμάμαι, την θυμάμαι.. Μόνο στο μυαλό, μόνο μια σκέψη θεέ μου..

Γονάτισα με μια κραυγή προσευχή. Μου ’φυγε το μολύβι απ’ το χέρι. Τόσοι πόντοι μαζεύτηκαν για το σκοτάδι…

Ένα ποτάμι ήταν μπροστά μου, με περίμενε. Ηταν ωστόσο μεγάλος πειρασμός.

Τ’ άκουγα που κυλούσαν τα νερά του και το λαχταρούσα.

Να κάτσω στην πλώρη του θεού, να δω για λίγο την πανέμορφη αυτή πόλη να φέγγει στις όχθες του άλλου κόσμου.

Είχα ένα παππού και μια γιαγιά εκεί, με περίμεναν…

Καθώς βούλιαζα, κάποια πουλιά είδα να πετούν προς τον ήλιο, ίσα που πρόλαβα να ακούσω τα τρομαγμένα φτερουγίσματα τους..

Ουπς.. κι’ άλλος πόντος.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου