ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Αγκάθια είστε ωρέ!»

αγκάθια-είστε-ωρέ-700394

Της Εύας Λόλιου

«Ποιος κάνει μωρέ κουμάντο στο σώμα μου!», φώναζε ο κυρ – Αντώνης με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του.

Ολόγυρα στα σπίτια αναμμένα είχαν τα φώτα οι άνθρωποι και πολύ καλά κλεισμένα τα παραθύρια.

Κανείς δεν άκουγε, μόνος του στο βαθύ σκοτάδι του δρόμου παραμιλούσε.

Πού και πού στεκόταν έξω απ’ ένα φωτάκι και μάλωνε τις ανθρώπινες φιγούρες πίσω απ’ τις κουρτίνες.

«Μια μέλισσα μωρέ συλλέγει και γύρη απ’ τα αγκάθια!

Τέτοια αγάπην να έχετε εσείς μωρέ! Αγκάθια είστε, να σας φτύσω, τέτοιο μέλι που χορταίνετε τα παιδιά σας! Αχ φύλλο μονάχο είμαι, ξεράθηκαν τα διπλανά μου κι έπεσαν απ’ του βοριά τ’ αλώνι»…

Περπατούσε μέσα στον άνεμο που ήθελε ο άτιμος να τον ερίξει στη γη μα χτυπούσε το μπαστούνι στο χώμα και πείσμωνε η ψυχή που κουβαλούσε το σώμα του.

Οι μοίρες αλλιώς είχαν αποφασίσει το ξόδεμα της ζωής του.

Χρόνια μπάρκαρε στους ωκεανούς, να στέλνει χρήματα στη μητέρα του και στα μικρά του αδέλφια.

Καθώς ήταν ο μεγαλύτερος, πήρε το πηδάλιο και φόρεσε το καπέλο του καπετάνιου οργώνοντας τις θάλασσες.

Σπούδασε τα αδέρφια του, προίκισε την αδερφή του και κάθε φορά που έπαιρνε ένα γράμμα από δαύτους δάκρυα χαράς κυλούσαν απ’ τα μάτια του.

Περνούσαν τα χρόνια και δεν έλεγε να αράξει. Μεγάλωνε η φαμίλια, γεννούσε η αδερφή, γεννούσαν οι νύφες.

Γέμιζε το σεντούκι τους χρήματα και το δικό του φωτογραφίες. Απ’ τους γάμους, τα βαφτίσια, τα γεννητούρια με τις ροζ κορδελίτσες και τις θαλασσιές άγκυρες στα φορμάκια.

Τέντωνε το τόξο του κάθε φορά και περισσότερο, μα δεν τον ένοιαζε αν θα σπάσει.

Τέντωνε τη ζωή του στα αρμυρίκια των σκοπέλων που του γρατζουνούσαν το πρόσωπο, αφήνοντας βαθιές τις ρυτίδες στο μέτωπό του.

Σκορπίστηκε για την αγάπη, μα κάθε φορά που τον ρωτούσε ο Νικόλας, «πότε θα βρεις λιμάνι αφεντικό; Του λόγου σου εγέρασες πια»…

Τότε βαρούσε το χέρι στο τιμόνι και έλεγε, «ποιος κάνει μωρέ κουμάντο στο καράβι μου! Η ψυχή μου Νικολή, η ψυχή μου!!».

Και ήρθε εκείνη η ημέρα που αναγκάστηκε ν’ ανέβει τα φρικαλέα ύψη της πραγματικότητας και να δει πως στην προκυμαία κανείς δεν τον περίμενε.

Η μάνα του είχε αφήσει τη ζωή και τ’ αδέρφια του άφαντα απ’ το λιμάνι.

«Αγκάθια είστε ωρέ! Να σας φτύσω το μέλι που σας ανάθρεψε η μάνα σας!

Απ’ τα αγκάθια μωρέ, απ’ τα άνθη που τα βαφτίσατε αγκάθια! Ο άνεμος είχε δυναμώσει».

Μόνο του ένα φύλλο στο κλαδί χωρίς την αγάπη της οικογένειάς του, φθινοπώριασε και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του δρόμου.

Ιχνηλατούσε ο Θεός τα βήματά του, πήρε το μπαστούνι απ’ το παγωμένο χέρι στον δρόμο έως να φτάσει στην ψυχή του.

Το καράβι ήταν δεμένο στο λιμάνι και τον περίμενε…

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου