ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Τα τρύπια

τα-τρύπια-727328

Της Εύας Λόλιου

Κυριακή, σχόλασαν οι ουρανοί τη νύχτα, χώθηκαν τα κακά μου δαιμόνια μέσα στα σιφώνια.

Ακόμη ακούω το γέλιο τους. Πως έπαιξαν μαζί μου…

Τα έρμα της άγνοιας…

Γκρίνιαζαν στην ακοή μου, μ’ ίδρωναν νοτίζοντας τα λευκά μου σεντόνια.

Να μην πάω στην εκκλησιά, γιατί κει μαζεμένες ήσαν οι θεούσες με τις μεγάλες ολόχρυσες μαντόνες, τα γυαλισμένα λουστρίνια, τις μεγάλες δερμάτινες τσάντες, τις περίτεχνες κώμες και τα τρύπια βρακιά.

Ναι, τα τρύπια, αφού μου το ’πε ο έρμος ο Γιάννης για τη γυναίκα του Στέφανου, πως ξεγλιστρά απ’ τη νυφική τους παστάδα για να χωθεί στην μασχάλη του μπακάλη.

«Μα αυτήν, κάθε Κυριακή είναι στην εκκλησιά», του ’πα, «τον έχεις δει τον μεγάλο βαφτιστικό της, μέχρι τον ομφαλό της φτάνει».

Και πόσες μετάνοιες κάνει στη Παναγιά!

«Ελέησον με Κύριε, πίσω μου σ’ έχω σατανά». Γελούσε ο Γιάννης πονηρά σαν να μου ’λεγε ότι πίσω έχει η αχλάδα την ουρά ή ότι μου ’χει μαζωμένα ράμματα.

«Μωρός είναι και γελά», σκεφτόμουν γιατί αστείο δεν έβλεπα. Δευτέρα μου τα μήνυσε. Κυριακή έφτασε, κι ακόμη η φαγούρα στο μέτωπο δε μ’ άφησε.

Μήπως μ’ έχραινε* το Λενιώ στα μουλωχτά; Κάποιες φύτρες αγγίζω στους κροτάφους ή είναι η ιδέα μου;

Μα έχει μια μαντόνα όμορφη στο λαιμό της… Κάθε που την συναντώ την ασπάζομαι και μετά την φιλώ στη μικρή της λακκουβίτσα που τρέμει απ’ το άγγιγμά μου.

Η τσάντα της είναι ξεθωριασμένη, τα παπούτσια της δεύτερος χρόνος που τα φορεί.

Μου τα ’χει μαζωμένα η αχλάδα, οι φύτρες… Ναι, μεγάλο δαιμόνιο ο Γιάννης, που κρίμα και ντροπή του που δε τιμά τ’ όνομα που του ’δωκε ο νονός του.

Το Λενιώ μου, που ’χει μάτια καθαρότερα απ’ το νερό της κρυσταλλένιας μας, σκυμμένα, χρόνια στα μασούρια και στις κλωστές.

Το Λενιώ μου δε φορεί τρύπιο βρακί, ο πρώτος δα που θα το ’χε ιδεί θα ’ μουν εγώ.

..Κυριακή, οι καμπάνες με καλούν. Βγαίνω λεύτερος στον δρόμο ’φου μαντάλωσα όλες τις άσχημες σκέψεις μέσα στο σοφό σεντούκι της προγιαγιάς μου.

Γιατί έζησε έναν αιώνα πριν φύγει για τον Θεό και πριν ξεψυχήσει, μου προφήτεψε πως η γυναίκα που θα παντρευτώ θα ’χει το όνομα Λενιώ, ξύλινη μαντόνα θα φορεί στο λαιμό και το βρακί της θα είναι ραμμένο..

Κυριακή, σχόλασε η εκκλησιά..

Σκύβω να αρπάξω ένα ψίχουλο απ’ το αντίδωρο της ζωής, πιάνω το Λενιώ απ’ το χέρι περήφανος, για την τσάντα της, τα παπούτσια της και το μοιραζόμαστε.

Που ’ξερε το Λενιώ μου να μαντάρει με αξιοπρέπεια το τρύπιο της βρακί…

* χραίνω – μολύνω.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου