ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η ψιψίνα και το θαλάσσιο τέρας…

η-ψιψίνα-και-το-θαλάσσιο-τέρας-747041

Της Εύας Λόλιου

Σπάραξε η καρδιά μου σαν αντίκρισα τα μαύρα μάτια της γάτας μου. Δίχως ίριδα και κόρη, ίχνος λευκού χρώματος να μου δώσει μια ελπίδα ότι δεν έχασε το φως της.

Νιαούριζε η τυφλή ψάχνοντας κάτω απ’ τους καναπέδες να βρει το ψαροκόκκαλο που έκρυψε την προηγουμένη.

Και της είπα πως δεν έπρεπε να είναι τόσο λαίμαργη, τούτο το ψάρι δε τρωγόταν ούτε απ’ άνθρωπο, ούτε απ’ άλλο ζωντανό.

Ήταν μια νύχτα αφέγγαρη η προχτεσινή κι η θάλασσα γεμάτη ψάρια που πιπιλούσαν με τα χειλάκια τους τ’ άστρα που καθρεφτίζονταν στα γαλήνια νερά.

Λίγο πριν ατσαλώσει το φως τη θάλασσα και βγει να βασιλέψει ο αυγερινός ξεκίνησα να μαζεύω το παραγάδι.

Παραλίγο να μου φύγει το σκαρπέλο σαν το ξαγκίστρωσα, φοβήθηκα και το πέταξα χάμω…

Μα τέτοιο ασχημομούρικο ποιος πλάστης να το ’φτιαξε; Σαν τη χούφτα μου μεγάλο, μ’ ένα κεφάλι ανθρώπινο, φαλακρό, λαμπρό σαν φεγγάρι..

Αντί για ουρά ψαριού είχε πόδια βατράχου… Κει που πλησίασα για να το δω καλύτερα πέταξε απ’ τις άκρες της κοιλιάς του κάτι μασέλες, να τόσες δα!.. μεγαλύτερες και απ’ του καρχαρία που έτοιμες ήταν να ροκανίσουν τα κουπιά μου.

«Βρε παλιόπραμα!», φώναξα και σαν να κατάλαβε τη βρισιά, μέσα απ’ τα μάτια του έβγαλε φωτιές που ’καψαν το όμορφό μου καπέλο.

Και δε θα έκλαιγα γι’ αυτό, ένα καπέλο ήταν, μα μου το χάρισε μια πεντάμορφη γοργόνα με πράσινα μαλλιά που φουρφούριζαν στις άκρες απ’ τα κύματα και είχε μάτια στολισμένα με κοράλλια.

Με λυπήθηκε τον καψερό ένα απομεσήμερο που χάλασε η μηχανή μου μεσοπέλαγα…

Αχ τι θυμήθηκα τώρα δα, σαν να σαλεύει η καρδιά μου πάλι αλλιώτικα…

Που άλλη μορφή τόσο δεν αγάπησε το στέρνο μου, σε χίλιες και μια θάλασσες τούτο το σκαρί δεν χτυπήθηκε τόσο που να πονάει σώψυχα…

Δεν αντέχω να σου μιλώ άλλο για δαύτην, πάω παρακάτω..

Δεν ήταν που λες μόνο ότι κόπηκε το παραγάδι και έχασα κάτι ψαρούκλες, να τόσες δα! Μπούκαρε σαν στρόβιλος τ’ αλλόμορφο μέσα στο σκαρί και με κυνήγαγε!

Που να τον φυλάει ο θεός τον κυρ – Γιώργη τον ναυαγό, κείνον που τον γέννησε δελφίνι.

Α ναι, αυτή είναι μια άλλη ιστορία που πάλι η γάτα μου δεν πίστευε και στο τέλος έβαλε τόσο βαθιά την ουρά στα σκέλια μένοντας κολοβή.

Ανέβηκα το λοιπόν στο ατσαλένιο κατάρτι του δελφινόπαιδου, που να τον φυλάνε χίλιοι αγγέλοι και γαντζώθηκα απ’ το φεγγάρι.

Απ’ εκεί ψηλά, το γράπωσα το άτιμο με την απόχη μου! Έσωσε ο καλός θεός για ακόμη μια φορά την ζωή μου..

Όλο καμάρι για τον άθλο μου, μη πεις πως δεν ήταν, έφερα το τέρας να το δει η ψιψίνα μου.

Μα δε με πίστεψε, όλη νύχτα γυρόφερνε τα σκουπίδια απ’ την λαιμαργία της. Άκουσα που ’ριξε το καλάθι στην κουζίνα μα ήμουν τόσο κουρασμένος και δε σηκώθηκα.

Πολύ λυπήθηκα, σπάραξε η καρδιά μου που έχασε τ’ όμορφα χρυσά της μάτια.

Κι ήταν ωραία η ουρίτσα της, παρδαλή με μοβιές και κόκκινες βούλες…

**σκαρπέλο- μεταφορικά σαν εργαλείο της λογικής.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου