ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Και συ «μωρή» αθίγγανη

και-συ-μωρή-αθίγγανη-751177

Της Εύας Λόλιου

Ηταν η μέρα που οι Ρομά χτυπούσαν τα ντέφια, οι κοιλιές έσερναν χορό κυκλικό της άνοιξης να καρποφορήσουν ρόδα οι τρυφεροί ομφαλοί των κοπελούδων. Θυμούμαι, ναι, στο Εντερλέζι του δυο χιλιάδες δέκα, περπάτησα ένα τραγουδισμένο δρόμο που ’χε φυτρώσει δειλά το χορταράκι ανάμεσα στις ράγες των τρένων.

Εσκυψα να θαυμάσω μια ροζ ανεμώνα, ανθισμένη στα σκονισμένα χαλίκια.

Σαν άκουσα το σφύριγμα του τρένου που όλο και πλησίαζε, την έκοψα φορώντας την στα μαλλιά μου.

Τα αθίγγανα παιδιά σήκωναν πέτρες και χτυπούσαν απ’ τη ζήλια τους θαρρώ , το ταξίδι που ξεμάκραινε. Χρόνια και ζαμάνια στοίχειωσαν τούτη την αλήτισσα φυλή στην αντίπερα όχθη του τόπου μου.

Μα τους χαιρόμουν τους ακαμάτηδες, που τρώγαν πικρά χόρτα αλάδωτα το βράδυ με μια νταμιτζάνα κρασί και πως κοιμόντουσαν στους γυναικείους κόρφους…

…Με τέτοιες σκέψεις, κάθισα σε μια στρογγυλεμένη κοτρόνα θαυμάζοντας την ξενοιασιά τούτων των ανθρώπων. Ξάφνου εμφανίστηκε μπροστά μου, λες και βγήκε από σκοτεινό λαγούμι, μια μαυροντυμένη γύφτισσα.

Πώς ακούγεται το νερό σαν πέφτει στη φωτιά, τι ήχο βγάζει το φίδι σαν επιτίθεται; Ανατρίχιασα σύγκορμη και έκαμα να φύγω. «Κάτσε κούκλα μου, να σου ειπώ το ριζικό σου…

Η Παναγιά μ’ έστειλε, να σε σώσω από βέβαιο θάνατο…».

Κόμπιασε το βήμα μου. «Η Παναγιά» σκέφτηκα, «η Παναγιά…».

Γύρισα πίσω και ακούμπησα την παγωμένη λάσπη στο μπράτσο της. «Με ποιανού εντολή, μου λες τούτα τα σοβαρά λόγια γερόντισσα;».

Την κοίταξα στα μάτια ξορκίζοντας τους φόβους μου. «Εως τη γιορτή της Μεγαλόχαρης, θα ’χεις αφήσει τη ζωή, μάγιο στον λαιμό σου…Αχού!!!

Τι κρίμα, γάργαρο το νεράκι σου να το πιούνε τα σκουλήκια…», μίλησε η φθονερή εργάτρια του σατανά και με μιας τράβηξε τον βαφτιστικό μου σταυρό και χάθηκε…

… Στην ίδια κοτρόνα κάθομαι και σήμερα. Έφτασε ο καιρός του τρύγου και οι ρεμπεσκέδες* άφηκαν τα αμπέλια τους ξεραμένα να παντρευτούν.

Αγγίζω το λαιμό μου, λείπει ο σταυρός. Ακούω κάποια χοντροβραχιόλια να χτυπούν, κάτι σαν λιβάνι να με μεθά, μια κούπα κρασί με στάχτη ανάμεσα στις ράγες…

Το ποτήρι πέφτει και σπάει, χύνεται το γάργαρο νερό.. Τρέμει η γης σαν περνά το τρένο, τα παιδιά πετούν ακόμη πέτρες…

Μέσα απ’ τα χαλίκια ξεθάβεται ο σταυρός μου…

Ναι αυτός είναι…ο βαφτιστικός μου, ποτισμένος με ξεραμένο κόκκινο αίμα. Σταυρώνομαι και θρηνώ. Δαγκώνεται η ψυχή μου..

Αχ, την καημένη την τσιγγάνα, που δεν πρόσεξε τον θεό στα μάτια…

**Μωρός – ανόητος, χαζός. Ρεμπεσκές- ανεπρόκοπος, τεμπέλης.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου