ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Η μάχη της Σουρβιάς τον Γενάρη του 1878

η-μάχη-της-σουρβιάς-τον-γενάρη-του-1878-161637

Του Κώστα Λιάπη

ΦΕΤΟΣ συμπληρώνονται 140 χρόνια από την πηλιορείτικη και θεσσαλική γενικότερα επανάσταση του 1878, η οποία, παρά την ανεπιτυχή κατάληξή της, υπήρξε η αρχή του τέλους της τούρκικης τυραννίας για το θεσσαλικό και τον πηλιορείτικο φυσικά χώρο, αφού τρία χρόνια αργότερα η Θεσσαλία λευτερώθηκε και ενσωματώθηκε στον κορμό της ελεύθερης Ελλάδας.

Τα πολεμικά γεγονότα αυτής της επανάστασης τουλάχιστον στο Πήλιο, αντίθετα μ’ εκείνα του πρώτου ξεσηκωμού των πηλιορειτών το Μάη του 1821 και της αναθέρμανσής του 1823, μπορούμε να πούμε πως έχουν ξεκαθαριστεί και ταξινομηθεί από την ιστορική έρευνα κατά τρόπο αρκούντως ικανοποιητικό, έτσι που να συνθέτουν μια ολοκληρωμένη και λαγαρή πια ιστορική εικόνα. Κι αυτό γιατί είναι αρκετές και διασταυρωμένες πρεπούμενα και οι σωσμένες επίσημες γραφτές μαρτυρίες και οι αφηγήσεις των αυτοπτών μαρτύρων των πολεμικών, κυρίως, γεγονότων (όπως λ.χ. του Μακρινιτσιώτη οπλαρχηγού Ν. Γαντζοπούλου και του εθελοντή του ιππικού Μιλτιάδη Σεϊζάνη), καθώς και οι κάθε είδους άλλες γραφτές σημειώσεις και πληροφορίες, αλλά και κάποια έμμετρα ακόμα συνθέματα της τοπικής μούσας που σχετίζονται με τον ύστατο αυτό τοπικό μας ξεσηκωμό κατά των οθωμανών τυράννων.

ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ κίνημα του 1878 άρχισε κάπως άκαιρα την Πρωτοχρονιά τούτης της ιστορικής χρονιάς, με την αναπάντεχη απόβαση μιας μικρής ομάδας από 76 εθελοντές του Λεωνίδα Βούλγαρη στο «Κόκκινο Χώμα», κοντά στον Πλατανιά του Νότιου Πηλίου. Η απόβαση του εθελοντικού σώματος Βούλγαρη είχε γίνει αρχικά στη μακεδονική παραλία του Λιτοχώρου. Επειδή όμως εκεί 123 άντρες διαφώνησαν με τον αρχηγό τους κι αποχώρησαν από το σώμα, ο Βούλγαρης γύρισε με τους υπόλοιπους πίσω. Στη διάρκεια όμως του πλου της επιστροφής ο ίδιος αποβίβασε στην παραλία του Ν. Πηλίου τους 76 άντρες που τον ακολουθούσαν κι ο ίδιος τράβηξε για την Αθήνα, προκειμένου να δικαιολογήσει την αποτυχία του και να στρατολογήσει νέους εθελοντές.

Το μικρό αυτό σώμα, με τους «μπουλουξήδες» του Δ. Έξαρχο από τα Χάσια, Ναούμ Κωνσταντινίδη από τη Μακεδονία, Μ. Τσέλιο απ’ την Κυνουρία, τον βαφτισμένο χριστιανό Αρβανίτη Θεόδωρο Νεοφώτιστο ή Κολωνιάτη ή ακόμα πιο γνωστό ως Τσελεπίτσαρη, και τους άγνωστης καταγωγής Ζαχαρόπουλο και Κατσικόπουλο, περνάει από το Προμίρι και το Νεοχώρι μ’ ένα «γόνα» χιόνι και παραμένει λίγες μέρες σ’ ένα μοναστήρι έξω από τις Μηλιές (πιθανότατα του Αγίου Νικολάου του Γέρου), όπου κι έχει επαφές με τους μυημένους στα μυστικά της υπό έκρηξη νέας επανάστασης αλλά μουδιασμένους από την πρόωρη άφιξη τούτων των εθελοντών Πηλιορείτες οπλαρχηγούς και «μουχτάρηδες» (δημογέροντες) των γύρω χωριών. Στη συνέχεια, και καθώς οι Τούρκοι στέλνουν εναντίον τους μια μονάδα στρατού, οι ξενόφερτοι επαναστάτες περνούν και κρύβονται για μια δυο – μέρες στα «Κρουσταλέικα καλύβια» της Γατζέας κι από κει, σαν περνάει η μπόρα, περνούν στον Αϊ – Λαυρέντη, όπου και φιλοξενούνται για μερικές μέρες στ’ ομώνυμο μοναστήρι. Η πρόωρη, όμως, ανάμιξη τούτης της μικρής ομάδας στον επικείμενο επαναστατικό ξεσηκωμό των χωριών του Πηλίου αντιμετωπίζεται μ’ επιφύλαξη κι απροθυμία για ενεργητική βοήθειά της από τους εδώ τοπικούς παράγοντες, γεγονός που αναγκάζει τους άνδρες της να φύγουν κι από εκεί απογοητευμένοι, αποφεύγοντας κάθε σύρραξη με τους Τούρκους και μετά από μια μικρή στάση στη Δράκια να φτάσουν κατάκοποι στην Πορταριά, όπου και βρίσκουν προσωρινό κατάλυμα στο μοναστήρι του Προδρόμου. Δυο μέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 11 του Γενάρη, οι ίδιοι, με πρησμένα πόδια από την πολύωρες οδοιπορίες μέσα στα χιόνια, θα φτάσουν και θα καταλύσουν στο μοναστήρι της Σουρβιάς, τρεις ώρες έξω και δυτικά από τη Μακρινίτσα, όπου και δέχονται τις συγκινητικές περιποιήσεις και τη θερμή φιλοξενία των 10 μοναχών της Μονής.

Ωστόσο οι Τούρκοι από το Κάστρο του Βόλου φαίνεται πως πληροφορήθηκαν έγκαιρα την εκεί παρουσία της μικρής ομάδας των εθελοντών επαναστατών και την επαύριο κιόλας ο αρχηγός του καταυλισμένου στο Κάστρο τουρκικού στρατού Ισκεντέρ Πασάς, που διεύθυνε λίγο αργότερα και τις κατά των επαναστατών επιχειρήσεις στον Σαρακηνό, έστειλε στη Σουρβιά κοντά στους χίλιους Γκέκηδες, που, μ’ επικεφαλής τον συμπατριώτη τους αποσπασματάρχη Αμούς Αγά, πολιόρκησαν και χτύπησαν το μοναστήρι, διαθέτοντας μάλιστα και κανόνι. Φαίνεται, όμως, πως οι εθελοντές επαναστάτες δεν αιφνιδιάστηκαν γιατί πρόλαβαν κι έπιασαν θέσεις έξω από τον περίβολο της Μονής κι από εκεί αντιμετώπισαν αποφασιστικά την πρώτη επίθεση των πολιορκητών που άρχισε κατά τις 10 το πρωί και κράτησε ως το βράδυ, με βαριές απώλειες για τους επιτιθέμενους που δεν κατάφεραν τελικά να κάμψουν την αντίσταση των πολιορκημένων.

Γράφει για τούτη τη μάχη ο Μιλτιάδης Σεϊζάνης, που είχε ενεργό συμμετοχή στη συγκεκριμένη επανάσταση του 1878 και στα κατοπινά της πολεμικά της επεισόδια στον ευρύτερο χώρο της Μακρινίτσας: «Κατά την πρώτην αυτήν εν Θεσσαλία αξιομνημόνευτον μεταξύ Τούρκων και επαναστατών συμπλοκήν εφονεύθησαν και επληγώθησαν εκ μεν των πρώτων 50, (ο Κορδάτος τους ανεβάζει σε 170), εκ δε των δευτέρων μόνον δύο ετραυματίσθησαν, ο Κορίνθιος υποδεκανεύς του ιππικού Ν. Ράλλης και ελαφρώς ο Μεσσήνιος εθελοντής Ιωάννης. Στη μάχη αρίστευσαν ο Ν. Γιαννακόπουλος, ο Δ. Έξαρχος, ο Γ. Βόλτσης, ο Γ. Αγγελίδης, ο Α. Βογιατζής, ο Γιαννοπαπάς, ο Θ. Τσέτας, ο Β. Δάιλας και άλλοι».

Την επαύριο οι επαναστάτες, ταμπουρώθηκαν μέσα στον περίβολο της Μονής κι αφού άνοιξαν στους τοίχους «μασγάλια» (πολεμίστρες) χτύπησαν από εκεί τους Τούρκους που μπλοκάρισαν πιο στενά τη νύχτα το μοναστήρι. Ανάμεσα στους αμυνόμενους και ο γηραιότερος των μοναχών Καλλίνικος, που ενθάρρυνε τους επαναστάτες βεβαιώνοντάς τους για το απόρθητο της Μονής.

Η νέα μάχη κράτησε πεισματική όλη πάλι τη μέρα και στη διάρκειά της θερίστηκαν δεκάδες από τους επιτιθέμενους, ενώ από τους αμυνόμενους, που κράτησαν ακλόνητοι τη θέση τους, τρεις μονάχα κατά τον Κορδάτο, ένας κατά τον Σεϊζάνη, τραυματίστηκαν.

Τα πράγματα, όμως, για τους επαναστάτες πολιορκημένους διαγράφονταν πια πολύ άσχημα. Ένα σώμα από 90 άντρες, μ’ αρχηγούς τους Ν. Τσάμη και Γ. Έλληνα, που ετοιμάστηκε να σπεύσει για επικουρία των πολιορκημένων, τελικά δεν πήγε γιατί στο μεταξύ κυκλοφόρησε μια ψεύτικη πληροφορία, πως τάχα οι αντάρτες της Σουρβιάς είχαν χαλαστεί από τους Τουρκαλβανούς πολιορκητές τους. Κατόπιν τούτου οι πολιορκημένοι, όντες αβοήθητοι, βρέθηκαν σε δεινή θέση, γιατί τα πολεμοφόδιά τους είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Έτσι αποφάσισαν και πραγματοποίησαν μέσα στην ίδια νύχτα έξοδο – μαζί τους και οι 8 από τους 10 μοναχούς με τα λείψανα του προστάτη της Μονής Αγίου Γερασίμου – καταφέρνοντας να περάσουν, χωρίς απώλειες, μέσα από τις γραμμές των Γκέκηδων και να σωθούν ύστερα από βασανιστική και πολύωρη πορεία μέσα σ’ ενάμιση μέτρο χιόνι, άλλοι στο Πουρί κι άλλοι στην Κερασιά. Από εκεί οι ηρωικοί μαχητές της Σουρβιάς, αφού συνήλθαν και ξεκουράστηκαν στα φιλόξενα τούτα χωριά από την δεινή τους περιπέτεια με τα χιόνια,, έσπευσαν με την επίσημη έναρξη της επανάστασης ύστερα από μερικές εβδομάδες και πήραν μέρος στη δεύτερη από τις μεγάλες μάχες που έγιναν την ιστορική εκείνη χρονιά στο Σαρακηνό της Μακρινίτσας.

Σχολιάζοντας την μάχη της Σουρβιάς και την ηρωική έξοδο των πολιορκημένων στην εκεί Μονή ο Σεϊζάνης θα γράψει στο βιβλίο του: «Βεβαίως δεν πρόκειται περί της εξόδου της φρουράς του Μεσολογγίου, όμως εν σμικρογραφία οι πολιορκημένοι της Σουρβιάς υπομιμνήσκουν ημίν κατά την προκειμένην έξοδον τον ηρωϊσμόν και την ικανότητα των πρωτουργών της ελληνικής παλιγγενεσίας».

Για την ηρωική αντίσταση των πολιορκημένων στο μοναστήρι της Σουρβιάς έχουν γραφεί δυο τουλάχιστον μακριά έμμετρα συνθέματα, απ’ τα οποία το πρώτο είναι γραμμένο από άγνωστο και σύγχρονο με το γεγονός λαϊκό ριμαδόρο και το δεύτερο από επώνυμο στα κατοπινά χρόνια. Για το πρώτο θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά στο σημείωμά μου της επόμενης Κυριακής. Μ’ ένα μικρό απόσπασμα από το δεύτερο, και πιο άρτιο στιχούργημα, που είναι γραμμένο από τον παλιό διοικητή του Αστυνομικού Σταθμού Πορταριάς Θεόδωρο Μοίρο, κλείνω τη σημερινή αναφορά μου. Ιδού αυτό:

«Στο Μοναστήρι της Σουρβιάς γερά ταμπουρωμένοι

μαζί με τους καλόγερους, «τα φλογερά τα ράσα»,

λίγοι Γραικοί ασάλευτοι, βουβοί κι ανταριασμένοι

κατάκοποι και νηστικοί, χωρίς καμιάν ανάσα

όλη τη μέρα πολεμούν, θανατικό σκορπίζουν

τα φοβερά τους σιασεπώ* τους Τούρκους αφανίζουν…»

* Τύπος πυροβόλων όπλων των χρόνων εκείνων.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου