ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η ποίηση των λέξεων και ο Β. Δ. Αναγνωστόπουλος

η-ποίηση-των-λέξεων-και-ο-β-δ-αναγνωστό-784826

Του Κώστα Λιάπη

«Και την πιο μονοδιάστατη σημασία μιας λέξης

τη μεταβάλλει η ποίηση σε πολυδιάστατη».

Ιάσων Ευαγγέλου

Πολλά τα ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα του πολυτάλαντου και πολυγράφου ομότιμου πανεπιστημιακού καθηγητή και σεβαστού φίλου Β. Δ. Αναγνωστόπουλου ερίζουν διεκδικώντας την πρωτιά στο χώρο της όλης δημιουργίας του. Με πρώτη και κυρίαρχη την άδολη αγάπη του για όσα καταπιάνεται η γραφίδα του και κυρίως αναφορικά με τη γλώσσα και συνεκδοχικά βέβαια με τη λογοτεχνία σε όλες τις μορφές της, είτε αυτή είναι γραπτή είτε προφορική της λαϊκής μας παράδοσης. Το βασικό, όμως, αγκωνάρι και ριζιμιό στοιχείο της πολύτροπης έγνοιας του όταν γράφει είναι η ΛΕΞΗ σε όλο το φάσμα της πολυδύναμης αρματωσιάς της, με πρώτη την ποιητική της διάσταση κι ενδελέχεια μέσα στο συνολικό του έργο, κι όταν ακόμα αυτό δεν έχει την έμμετρη ποιητική φόρμα. Γεγονός που σημαίνει πως λίγο – πολύ όλη η πνευματική δημιουργία του αποπνέει ποίηση, πόσο μάλλον το έμμετρο και κατ’ εξοχήν ποιητικό του έργο. Οπου κυρίως βέβαια οι λέξεις έχουν τον πρεπούμενο κορυφαίο ρόλο, αφού στην ουσία αποτελούν το μελίσσι της ποίησης, που κατά την ομολογία του ίδιου τον «κυκλώνει μια ζωή». Και βέβαια μην πάει ο νους σας μόνο στη διάσταση της φθηνής καλολογίας, με την οποία πολλοί ποιητές μας προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τους αναγνώστες τους. Η κάθε λέξη μέσα στην ποίηση του Αναγνωστόπουλου έχει το δικό της ειδικό βάρος, τη δική της προσωπικότητα, τη δική της μοναδικότητα και αλήθεια σαν δένεται με τις άλλες χωρίς αναγκαστικά να ξεχωρίζει και να φαντάζει σαν κάτι το εντυπωσιακό και το σπάνιο. Με την έννοια αυτή οι όποιες επιλεγμένες λέξεις (απλές, σύνθετες και πολυσύνθετες) στα κείμενά του, πεζά και έμμετρα, έχουν τη δική τους συμβολή στο πλάσιμο του κάθε εννοιολογικού φορτίου, χωρίς να κραυγάζουν ή να φλυαρούν ή, το χειρότερο, χωρίς «να αλλοιώνονται, να χάνουν την ιστορικότητά τους και να γίνονται αλλοπρόσαλλοι δηλωσίες μια οργουελικής γλώσσας», όπως σημειώνει ο ίδιος στο βιβλίο του «Μικρά» (Βόλος 2014, σ. 181).

Και για να περιοριστώ στην εκδομένη έμμετρη ποιητική δημιουργία του Αναγνωστόπουλου πρέπει να σημειώσω πως αυτή ως τα τελευταία χρόνια ήταν δυσανάλογα μικρή σε σχέση με το πεζογραφικό του έργο, παρά τη σφοδρή επιθυμία του ίδιου να δώσει έμμετρη ποιητική διέξοδο στο αμέτρητο σμάρι των λέξεων, που με τ’ αντίστοιχα νοηματικά και αισθητικά τους φορτία πλάνταζαν πάντα μέσα του. Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού τούτες οι προσπάθειές του, κι όλες στα τελευταία χρόνια. Με πρώτη την παιδική «Το δεκαπεντασύλλαβο αγόρι», το οποίο συνοδευόμενο από μια μεταγενέστερη ομολογία πίστης του δημιουργού του στο 15σύλλαβο δημοτικό τραγούδι εκδόθηκε σε μικρό σχήμα 9Χ13 εκ. μόλις το 2006. Ακολούθησαν: Το 2007 «Τα δεκαπεντασύλλαβα», ένας ακόμα ύμνος στον 15σύλλαβο δημοτικό στίχο, που «λειτουργεί στο στόμα της ελληνικής ποίησης ως βρυσομάνα ρυθμών και μουσικών μοτίβων». Το 2009 η μικρή κι απαρτισμένη από 24 μικρά ποιήματα, όσα και τα γράμματα του αλφαβήτου, συλλογή του «Δε γράφω πια ποιήματα», με την μη τηρηθείσα, βέβαια, υπόσχεσή του τίτλου της. Και το 2013 το έμμετρο και σπαρταριστό αφήγημα «Το έπος της Ωραίας Πανωραίας».

Ώσπου φέτος το κατακαλόκαιρο ξέσπασαν σαν ασυγκράτητος χείμαρρος μέσα από μια νέα και περισσά εμπλουτισμένη συλλογή του «Οι λέξεις» (έκδοση του Εργαστηρίου Λόγου και Πολιτισμού: Κατεύθυνση Λογοτεχνίας και Παιδικού Βιβλίου, Βόλος 2016, σ. σ. 190), για την οποία ο δημιουργός του γράφει επιλογικά στον πρόλογό του: «Θα ήθελα πολύ «Οι λέξεις» μου να είναι ένα ευχαριστώ στην Ποίηση που διακριτικά με στηρίζει ολοζωής. Είναι το κρυσφύγετο, η χαρά μου και η παρηγοριά μου».

Ο χώρος ενός άρθρου στον ημερήσιο τύπο δεν προσφέρεται για να χωρέσει ούτε δειγματοληπτικά τούτη την άμετρη όσο και γλυκύτατη σοδειά των 136 ποιημάτων της συλλογής, όπως αυτή επιμερίζεται στις ενότητες «Οι λέξεις», «΄Ερωτας άγγελος», «Ο τοίχος της ημέρας» και «Ή φύση». Ενότητες που σχηματοποιούν, κατά τον ποιητή, τους βασικούς άξονες σκέψης. που είναι «η γλώσσα, ο έρωτας, ο θάνατος με τις ψευδαισθήσεις του και η φύση», και που αποτελούν ύψιστες πνευματικές αναζητήσεις ζωής». Αναγκαστικά περιορίζομαι χωρίς πολλά σχόλια σε κάποια μικρά δείγματα ή σπαράγματα ή ακόμα και γνωμικές ψηφίδες από τούτη την ποιητική πανδαισία. Κι επειδή οι Λέξεις σαν «Κόρες της Μεγάλης Καρδιάς και του Αρχοντα Νου ανύστακτες, ζουν την αγρύπνια για χάρη μας», όπως μας τις παρουσιάζει κι ο ποιητής της ομώνυμης συλλογής, επιτρέψτε μου ν’ αντλήσω και να παραθέσω τα παρακάτω σχετικά δείγματα μόνο από την ενότητά τους. Στα 42 ποιήματα της οποίας ξεδιπλώνεται όλη η αγάπη, όλη η λαχτάρα αλλά κι όλη η αγωνία και όλος ο προβληματισμός του δημιουργού τους για το παρόν και το μέλλον των λέξεων αλλά και το δικό μας αφού, όπως γράφει και στα «Μικρά» του (σ. 201) ο ίδιος, «οι λέξεις είναι οι χρωματιστές ψηφίδες της ζωής μας και ζούμε μ’ αυτές». Ιδού, όμως, τι έχω να σας δώσω ασχολίαστα πια ολοκληρώνοντας με τα δείγματα της σχετικής γραφής:

«Πως μ’ αρέσουν οι λέξεις γυμνές, / φιοριτούρες, μαλάματα δίχως, / πώς μ’ αρέσουν οι λέξεις ψυχές, / τυλιγμένες σε φως και σε μύθους…/ Αφτιασίδωτες να ’ναι, απλές / να ’ναι νιες και χωρίς ιστορία / τριαντάφυλλα να ’ναι, φωτιές / και στα χείλη γλυκές κι ευωδία…» (σελ. 18).

«Οι λέξεις προβατάκια στην ψυχή μου / βόσκουν, πίνουν νεράκι, χοροπηδούν ανυποψίαστα για το μεγάλο πανηγύρι / της γλώσσας της γραφής και του λόγου…./ Οι λέξεις προβατάκια δίνουν νόημα / και περιεχόμενο στη σκέψη μας, / ντύνουν τους γυμνούς και τον αγώνα της ζωής…» (σελ. 19).

«Οι λέξεις / την πανοπλία τους μαστορεύουν χρόνο με το χρόνο / μέσα στα σκοτεινά εργαστήρια του νου και της ψυχής / κι έρχονται στις λευκές πεδιάδες του χαρτιού / να πολεμήσουν, να εδραιωθούν…» (σελ. 47).

«Σαν μελίσσι οι λέξεις / με κυκλώνουν τα βράδια / και νιώθω κυψέλη. / Το πρωί σαν ξυπνήσω / κάτι μένει στην κηρήθρα / μια σταγόνα από πίκρα ή μέλι…» (σελ. 58).

Κι ολοκληρώνω με τρία ολόκληρα ποιήματα, δηλωτικά της αγωνίας και του καημού του ποιητή για το σήμερα και το αύριο των λέξεων αλλά και συνειρμικά του ανθρώπινου λόγου, προϊόντος του χρόνου αλλά και της ηλικίας του ανθρώπου και χρήστη του λόγου. Λέει το ποίημα με τίτλο «Η νύχτα του Φθινοπώρου):

«Ποιος άνεμος φύσηξε / κι έχασαν οι στίχοι μου την πανοπλία τους / κι όλα τα εφηβικά τους χρώματα; / Τώρα οι φωνές σκορπισμένες μες στην ομίχλη, / οι αγωνίες κιτρινισμένα φύλλα εφηβικού ημερολογίου, / οι αγρύπνιες παγωμένα χνώτα στα τζάμια της σκοτεινής κάμαρας, / οι τσέπες μου αδειανές χωρίς ανήσυχα πουλιά. / Και οι λεξούλες μου – αχ αυτές οι λέξεις – / φτωχές πριγκίπισσες κλαίνε τη νύχτα του Φθινοπώρου!» (σελ. 39).

Με τον ίδιο πεσιμιστικό προβληματισμό και το ποίημα «Θρηνώ):

«Θρηνώ τις λέξεις μου, / χρόνο με το χρόνο αιμορραγούν, / κιτρινίζουν, ασχημαίνουν. / Θρηνώ τις λέξεις μου, / λέξεις γλυκές, αρχόντισσες, / ερωτικές, παιχνιδιάρες…/ Θρηνώ τις λέξεις μου, / χάνουν το χρώμα τους, / τις πνίγει η δύσπνοια. / Θρηνώ τις λέξεις μου, / οδεύουν το δρόμο της λήθης, / το δρόμο του θανάτου… / Κι εγώ ακολουθώ / με το γυάλινο βλέμμα μου / σταυρώνοντας τις φτερούγες μου» (σελ. 40).

Και κλείνω με το ποίημα «Ο ποιητής», όπου δριμύς και αυστηρά παραινετικός διατυπώνεται ο λόγος – εγερτήριο για το ξύπνημα των κοιμισμένων λέξεων και συνειδήσεων, για ν’ αντιμετωπιστεί το τσουνάμι της κατάρας των νέων βάρβαρων εποχών, που απειλεί τους «σιτοβολώνες της ιστορίας, όσο είναι ακόμα καιρός»:

«Ξυπνήστε τις λέξεις. Κοιμούνται / το βαθύ και μακάριο ύπνο./ Στα κοιμητήρια των λέξεων / κρύβεται ο εαυτός σας, / η ιστορία και τo μέλλον σας. / Αναποδογυρίστε τα, σκάψετέ τα / κι ανακαλύψετε τους νεκρούς. / Προπαντός, ξυπνήστε τις λέξεις, όσο είναι ακόμα καιρός. / Φτάνει τσουνάμι κατάρας / με σημάδια Αποκάλυψης, / μεθυσμένο σαν άλογο τρέχει ποδοπατώντας / τους σιτοβολώνες της ιστορίας. / Βιαστείτε. Μιμηθείτε τον Αινεία / και πάρτε μαζί σας τα λόγια της ζωής / και νερό για το δρόμο. / Προπαντός, ξυπνήστε τις λέξεις, όσο είναι ακόμα καιρός!» (σελ. 17).

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου