ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Βασίλης Θεοχαράκης ~ Εντυπώσεις από την έκθεση του γνωστού δημιουργού στην Αθήνα

βασίλης-θεοχαράκης-εντυπώσεις-από-τη-593765

Γράφει ο Νικόλας Δεληγεώργης, Διδάκτωρ Πολιτικός Μηχανικός, τ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Ραdονα

Το Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. και Μ. Θεοχαράκη, παρουσίασε στους εκθεσιακούς χώρους την έκθεση ζωγραφικής του Βασίλη Θεοχαράκη.

Ο Βασίλης Θεοχαράκης γεννήθηκε στον Πειραιά. Παράλληλα με τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1957, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στο σπουδαίο ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά, Καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Παρουσίασε έργα του για πρώτη φορά το 1957. Εχει τιμηθεί από τη Γαλλική Κυβέρνηση με τη διάκριση του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής, έχει ανακηρυχθεί Μέγας Χαρτουλάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχει λάβει βραβείο από τον Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας. Το 2007 ίδρυσε το Κοινωφελές Ιδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. και Μ. Θεοχαράκη.

Στην έκθεση παρουσιάζονται περισσότερα από 80 έργα, ελαιογραφίες σε μουσαμά μεγάλων διαστάσεων και υδατογραφίες της χρονικής περιόδου 2007 – 2013 με θέμα τα αδιάβατα δάση και τη θάλασσα, αποκαλύπτουν τις ποιητικές του τοπιογραφίες εμμένοντας σε ένα ιδιαίτερα ζωγραφικό ιδίωμα. Ζωγραφίζει αδιάλειπτα πάνω από πενήντα χρόνια παλεύοντας με τα πάθη της φυλής των ελαιοχρωμάτων με τον δικό του εκφραστικό τρόπο για την προσέγγιση και την απόδοση της φύσης.

Στα πρώτα του έργα προσπαθεί να κατακτήσει τις χωροπλαστικές δυνατότητες του καθαρού και ζωηρού χρώματος. Ακολουθεί προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, η μόνη απόλυτα αφαιρετική περίοδος. Το χρώμα ζυμώνεται, κηλίδες, ροές, σκοτεινά πεδία και ξέφωτα δημιουργούν έναν χώρο μυστηριακό, υποβλητικό, νυκτερινό, αλλά με αστραπές καθαρού χρώματος, που λάμπει σαν πολύτιμο πετράδι. Η δεκαετία του ’70 σηματοδοτεί την επιστροφή του ζωγράφου στον ορατό κόσμο. Το Αγιο Ορος, τακτικό προσκύνημα του καλλιτέχνη, θα του δώσει την αφορμή να θυμηθεί τα βυζαντινά χρώματα, τις ώχρες κ.ά.

Η θάλασσα και ο βυθός της, τα σύννεφα και τα μοναστήρια του Αγίου Ορους, μαζί με τα πρόσφατα αδιάβατα δάση και τις τρικυμιώδεις θάλασσες, αποκαλύπτουν τα προσφιλή του θέματα του οραματικού του κόσμου. Παράλληλα η υδατογραφία αποτελεί πεδίο της δημιουργικής του δράσης τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Θεοχαράκης ασκεί το βλέμμα του στην κατάκτηση μιας λιτής ζωγραφικής έκφρασης και καταφέρνει να αποτυπώσει τις στιγμές του φωτός, δημιουργώντας εικόνες μοναδικής απόλαυσης. Εκείνο που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι η ποιητική απόδοση του χώρου – τοπίου παρά η αυστηρή του αποτύπωση. Δουλεύει πάντα σε πρίμα βίστα, με απλές και άνετες χειρονομίες, εναλλάσσοντας τα ψυχρά με τα θερμά χρώματα, αναζητώντας εκείνη τη μοναδική γαλήνη της φύσης που αισθάνεται ο άνθρωπος, σαν έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και την εικόνα των έργων του. Η πορεία του στην τέχνη εκφράζει μια διαδρομή αυτογνωσίας, καταφέρνοντας με τα έργα του να δημιουργεί μια αυτόνομη πραγματικότητα. Ο ίδιος κατ’ εξοχήν τοπιογράφος κατάφερε να εδραιώσει τη δική του διάλεκτο.

Οι υπέροχες υδατογραφίες του στάθηκαν αιτία και αφορμή της δημιουργίας των πρόσφατων ελαιογραφιών του, από το 2007 έως σήμερα. Ο θεατής συνειδητοποιεί ότι τίποτα στο έργο του δεν είναι τυχαίο και ότι όλα έχουν μια συνέχεια και μια συνοχή. Ετσι οι «θάλασσες» έπονται της πολυσυζητημένης ενότητας του έργου «Τοπία βυθού» ενώ τα «Δάση» έχουν σχέση με τις ιδιότυπες τοπιογραφικές αποτυπώσεις της ενότητας των ελαιογραφιών του «Αγίου Ορους». Πρόκειται για στέρεες τοπιογραφικές ενότητες με καθαρά και διαυγή χρώματα, αυστηρά μελετημένη δομή σύνθεσης.

Η πλούσια συγκομιδή εμπειριών και ζωγραφικής δράσης όλων αυτών των χρόνων στάθηκε η αφορμή παρουσίασης αυτής της έκθεσης. Οι πίνακες αυτής της σειράς, όλοι με επιβλητικές διαστάσεις αποπνέουν έναν αρχέγονο πανθεϊσμό, ενώ παράλληλα στέλνουν ένα επείγον οικολογικό σήμα κινδύνου που μας προσγειώνει στη βάναυση εποχή μας. Οι φουρτουνιασμένες θάλασσες που ζωγραφίζει ο Θεοχαράκης με τόση αληθοφάνεια που μόνο οι προσεκτικοί και οι επαΐοντες μπορούν να καταλάβουν ότι δεν πρόκειται για ρεαλιστική ζωγραφική, αλλά για μια αναλογική μεταστοιχείωσης της πραγματικότητας σε αφηρημένα εικαστικά σήματα που έχουν τη δύναμη να εξαπατήσουν το μάτι, να τα εκλάβει ως αληθινά. Στα τελευταία του έργα, ο Θεοχαράκης επιστρέφει στο φυτικό βασίλειο. Οπως βύθιζε το βλέμμα του στα νέφη και στα νερά, στους ουρανούς και στα βάθη του πόντου, τώρα βυθίζεται στο δάσος, στις φυλλωσιές, σε υγρά και δροσερά ξέφωτα.

Ξαναγυρίζει στην πειθαρχία της παρατήρησης, επιχειρεί να ξαναδώσει στα δέντρα, φυτά και φυλλώματα τη χαμένη ταυτότητά τους. Τα επικαλείται και τα στρατολογεί για να δώσει σχεδόν υλική υπόσταση, σ’ αυτή την παρθένα φύση, που τείνει να αφανιστεί από το βιασμό που ασκεί πάνω της ο άνθρωπος. Το φυτικό βασίλειο του Θεοχαράκη έχει ζωτική δύναμη και παρουσία, καλύτερα ακόμη απευθύνεται και συνεγείρει όλες τις αισθήσεις. Αισθανόμαστε τη δροσιά, το θρόισμα και το άρωμά του.

Ο ζωγράφος εξομολογείται ότι αυτά τα έργα αποτελούν έναν ύμνο προς τις δυνάμεις που μας κυβερνούν, τις αξεπέραστες εκείνες δυνάμεις προς τις οποίες αισθανόμαστε όλοι δέος.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου