ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Εφυγε» ο σκηνοθέτης του «Χιροσίμα αγάπη μου»

εφυγε-ο-σκηνοθέτης-του-χιροσίμα-αγ-240853

«Το σινεμά είναι ένας παιχνιδιάρικος τρόπος ώστε να αμφιβάλλουμε για όλα όσα η πραγματική ζωή μας παρουσιάζει ως δεδομένα. Και να αστειευόμαστε με αυτά».

Μια μεγάλη μορφή του παγκόσμιου σινεμά, ο πάντα νέος σε ψυχή και δημιουργικότητα Γάλλος σκηνοθέτης Αλέν Ρενέ πέθανε το Σάββατο βράδυ στο Παρίσι, «περιβαλλόμενος από την οικογένειά του», όπως ανακοίνωσε ο παραγωγός των τελευταίων του ταινιών, Ζαν-Λουί Λιβί. Με τον θάνατό του ο 91χρονος σκηνοθέτης του κλασικού πλέον αριστουργήματος «Χιροσίμα αγάπη μου» παίρνει μαζί του το μοντέρνο σινεμά όπως ο ίδιος το δίδαξε, αφήνοντας πίσω του κομμάτια μιας φιλμογραφίας – μνήμης. Αγέραστος και αεικίνητος έως το τέλος (με συνολικά 50 ταινίες στο ενεργητικό του) συνέχιζε να μας χαρίζει τις κινηματογραφικές του δημιουργίες μένοντας πάντα σταθερός στις αρχές και στα ιδανικά του.

Μόλις λίγες ημέρες πριν η τελευταία του ταινία «Life of Riley / Aimer, boire et chanter» κέρδισε την Αργυρή Αρκτο, Βραβείο Alfred Bauer στο «64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου», ίσως σαν φόρο τιμής σε έναν από τους τελευταίους σπουδαίους ενός σινεμά που άλλαξε τον κόσμο. Το «Να Αγαπάς, να Πίνεις και να Τραγουδάς» (όπως μεταφέρθηκε στα ελληνικά), αποτελεί μεταφορά του θεατρικού έργου «Η ζωή του Ράιλι» του Βρετανού συγγραφέα Αλαν Εϊκμπερν.

Ο Αλέν Ρενέ («η σφίγγα», όπως ήταν γνωστός στους κινηματογραφικούς κύκλους), κατά τη διάρκεια της κινηματογραφικής σταδιοδρομίας του κέρδισε πολλές διακρίσεις, ενώ συνδέθηκε στενά και με το κινηματογραφικό ρεύμα του «Νέου Κύματος» (Nouvelle Vague). Γεννημένος το 1922 στη Βαν της Γαλλίας ήταν γιος φαρμακοποιού. Το 1940 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου σπούδασε κινηματογράφο.

Επαναλαμβανόμενα μοτίβα στις ταινίες του είναι η μνήμη και οι αντισυμβατικές έννοιες του χρόνου.

Η πρώτη του σημαντική επιτυχία ήρθε το 1956 με το ντοκιμαντέρ για τα ναζιστικά στρατόπεδα «Νύχτα και ομίχλη». Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο «Χιροσίμα αγάπη μου» (1959) έσκασε σαν ατομική βόμβα στο Φεστιβάλ των Κανών, σε σενάριο της Μαργκερίτ Ντιράς (επισκιάζοντας ακόμη και αυτά τα «400 Χτυπήματα» του Φρανσουά Τριφό). Δύο χρόνια αργότερα (1961) κερδίζει το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία, για την ταινία «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ», που ήρθε για να ενισχύσει τις αναζητήσεις του πάνω στον χρόνο, τη μνήμη και την κινηματογραφική αφήγηση.

Οι δύο προηγούμενες ταινίες αποτέλεσαν τριλογία με τελευταία την ταινία «Μίριελ» (1963) παίρνοντας θέση στον πόλεμο της Αλγερίας. Το 1966 με το «La guerre est Finie» (σε σενάριο του Χόρχε Σέμπρουν) μίλησε για τον Ισπανικό Εμφύλιο, ενώ το 1967 συμμετείχε μαζί με τον Κρις Μαρκέρ και τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ σε ένα ψηφιδωτό φιλμ για τον Πόλεμο στο Βιετνάμ («Loin du Vietnam»).

Το 1977 γύρισε την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, το «Providence» πριν εγκαινιάσει τη δεκαετία του ’80 με ένα από τα αριστουργήματά του, τον «Θείο μου από την Αμερική» βραβευμένο με το μεγάλο βραβείο της επιτροπής στο Φεστιβάλ Κανών. Το «Μελό» του 1986, το «Smoking/No Smoking» του 1993, το «Ιδιωτικοί Φόβοι σε Δημόσιους Χώρους» του 2006 υπήρξαν μερικές από τις πιο διάσημες ταινίες του τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Το 1998 το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου τού απένειμε την Αργυρή Αρκτο για τη συνεισφορά του στην τέχνη του κινηματογράφου. Ηταν παντρεμένος σε πρώτο γάμο με τη Φλοράνς Μαλρό, κόρη του Αντρέ Μαλρό και βοηθός σκηνοθέτη του Ρενέ στις ταινίες της περιόδου 1961 – 1986, και σε δεύτερο με την ηθοποιό Σαμπίν Αζεμά.

ethnos.gr

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου