ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Aκυρότητα σύμβασης εγγύησης σύμφωνα με τα άρθρα 178 και 179 του Αστικού Κώδικα

aκυρότητα-σύμβασης-εγγύησης-σύμφωνα-μ-568342

Της Πηνελόπης Ι. Παπαθανασίου,

LLM Διεθνές και Ευρωπαϊκό Οικονομικό Δίκαιο,

Δικηγόρου, Υπεύθυνης της ΧΕΝ Βόλου

Το άρθρο 179 του ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 178 ΑΚ, ορίζει ότι «άκυρη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς τη παροχή».

Έτσι, για την αναγνώριση της ακυρότητας μιας σύμβασης, ως αισχροκερδούς, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής-αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλόμενους και γ) εκμετάλλευση από τον άλλο συμβαλλόμενο της γνωστής σ’ αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλόμενου. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή απειρίας δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και ενός μόνο.

Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και τις συναλλαγές. Μπορεί να είναι επακόλουθο της ηλικίας, της διανοητικής κατάστασης του προσώπου ή άλλης αιτίας. Κουφότητα, η οποία μπορεί επίσης να είναι αποτέλεσμα της ηλικίας, της πνευματικής κατάστασης ή άλλης αιτίας, είναι η αδιαφορία κι η αμεριμνησία, από την οποία ο συναλλασσόμενος δεν μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των πράξεων του. Ενώ ως ανάγκη εννοείται και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση, επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής. Αν λείπει ένα από αυτά τα στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας κατ’ άρθρο 179 του ΑΚ. Η δυσαναλογία παροχής-αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Να υποπίπτει στην αντίληψη λογικού ανθρώπου που έχει πείρα των σχετικών συναλλαγών και να υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο το ένα μέρος αποκομίζει κάποιο όφελος σε ζημία του άλλου.

Η δυσαναλογία αυτή, διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά τον χρόνο κατάρτισης της. Εκμετάλλευση υπάρχει δε όταν αυτός που γνωρίζει την κατάσταση (ανάγκης, κουφότητας, απειρίας) του αντισυμβαλλομένου του, επωφελείται, και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει μειωμένη αντιπαροχή. Για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης δεν είναι απαραίτητη κάποια ενέργεια που να εκδηλώνεται με ηθικά επιλήψιμα περιστατικά, τα οποία να αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας. Η ακυρότητα αυτή χωρεί αυτοδικαίως και δεν απαιτείται παρεμβολή δικαστικής απόφασης. Δεν αποκλείεται, όμως, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει σχετική αναγνωριστική αγωγή για την κήρυξη της ακυρότητας.

Ειδικότερα η με αριθμ. 184/2019 απόφαση του Πολυμ. Πρωτ. Αθηνών, κρίθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ως εκ τούτου η σύμβαση εγγύησης που είχε υπογράψει 23χρονη, παντελώς άπειρη με τις τραπεζικές συναλλαγές ήταν άκυρη ως αισχροκερδής, διότι, η εγγυήτρια εξωθήθηκε στην υπογραφή της, χωρίς αντίστοιχη ωφέλεια της ίδιας, με εκμετάλλευση της κουφότητας και απειρίας της από την τράπεζα, και τον πρωτοφειλέτη, οι οποίοι πέτυχαν τη λήψη ωφελημάτων για λογαριασμό τους, με αποτέλεσμα η συμβατική ελευθερία της εγγυήτριας να έχει δεσμευτεί υπέρμετρα.

Επιπλέον αναφέρεται, ότι η απειρία της ενάγουσας αποδεικνύεται από την ηλικία της και το γεγονός ότι ήταν παντελώς άπειρη με τις τραπεζικές συναλλαγές, αφού δεν είχε ποτέ δανειοδοτηθεί έως τότε από κάποιο πιστωτικό ίδρυμα, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε την υπάλληλο της τράπεζας, ενώ δεν διέθετε ιδιαίτερη μόρφωση, εκπαιδευτική, επαγγελματική ή κοινωνική, για να αντιληφθεί τη σημασία της σύναψης σύμβασης εγγύησης. H δε τράπεζα όφειλε να παρέχει ενημέρωση και εξηγήσεις σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην απόφαση της εγγυήτριας, φέροντας την ευθύνη ν’ απαντά αληθώς στις ερωτήσεις του εγγυητή, να τον διαφωτίζει, όταν είναι σαφές από την εμπειρία της, ότι ο τελευταίος δεν έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο που προκαλείται από τυχόν αφερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη με την μη καταβολή του δανείου από μέρους του.

Έτσι έκρινε ότι «…η συμβατική συμπεριφορά της τράπεζας ήταν αθέμιτη και καταπλεονεκτική σε βάρος της ενάγουσας και δεν μπορούν οι όροι της να συγχωρεθούν και δικαιολογηθούν αποκλειστικά και μόνο προς όφελος του πιστούχου και της τράπεζας, διότι διαταράσσουν υπέρμετρα την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την έννομη σχέση του δανείου σε σχέση με τις τρεις εμπλεκόμενες πλευρές…».

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου