ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ευθύνη από πτώση κτίσματος

ευθύνη-από-πτώση-κτίσματος-632564

Της Πηνελόπης Ι. Παπαθανασίου,

LLM Διεθνές και Ευρωπαϊκό Οικονομικό Δίκαιο, Δικηγόρου, Υπεύθυνης της ΧΕΝ Βόλου

Εχουμε ακούσει κατά καιρούς ότι σημειώθηκαν τραυματισμοί περαστικών από πτώση κτισμάτων. Έλλειψη συντήρησης, υγρασία αλλά και σεισμοί που αποκαλύπτουν κακοτεχνίες είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν στην αποκόλληση τμήματος κτισμάτων ή και ολόκληρων τοίχων. Η επικινδυνότητα αυτών οδήγησε τον Έλληνα Νομοθέτη στη θέσπιση ειδικού άρθρου στον Αστικό Κώδικα που ορίζει τα της ευθύνης από πτώση κτίσματος.

Ειδικότερα το άρθρο 925 ΑΚ, ορίζει ότι «ο κύριος ή νομέας κτίσματος ή άλλου έργου που συνέχεται με το έδαφος ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε σε τρίτον εξαιτίας ολικής η μερικής πτώσης του, εκτός αν αποδείξει ότι η πτώση δεν οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή σε πλημμελή συντήρησή του». Θεσπίζεται μια ειδική μορφή αδικοπραξίας σε περίπτωση που προκληθεί ζημία από ολική ή μερική πτώση κτίσματος ή άλλου έργου σε βάρος του κυρίου ή νομέα του κτίσματος ή έργου που έπεσε. Η ιδιαιτερότητα και χρησιμότητα της διάταξης αυτής έγκειται στη θέσπιση γνήσιας αντικειμενικής ευθύνης του κυρίου ή νομέα κτίσματος ή έργου για τη ζημία που η πτώση του προκάλεσε, ενώ τεκμαίρεται ότι η ζημία οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή σε πλημμελή συντήρησή του. Έτσι, για τη θεμελίωση της ευθύνης του κυρίου ή νομέα του πράγματος, πρέπει να αποδείξουμε την πτώση του κτίσματος ή άλλου έργου, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ πτώσεως και ζημίας, όπως και κατά το χρόνο της πτώσεως τον κύριο ή νομέα του κτίσματος. Ο δε κύριος του κτίσματος προκειμένου να απαλλαγεί πρέπει να αποδείξει ότι η πτώση οφείλεται σε τρίτη αιτία, άσχετη με την πλημμελή κατασκευή ή συντήρηση του, όπως λ.χ. σε γεγονός ανωτέρας βίας ή σε αποκλειστική ενέργεια τρίτου.

Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης είναι:

α) Ο υπεύθυνος να αποζημιώσει πρέπει να είναι κύριος ή νομέας του κτίσματος ή του συνεχόμενου μετά του εδάφους άλλου έργου κατά την πτώση αυτών,

β) Να πρόκειται περί κτίσματος ή άλλου έργου συνεχόμενου μετά του εδάφους. Ως κτίσμα θεωρούμε κάθε ανθρώπινο δομικό δημιούργημα, που συνδέεται σταθερά με το έδαφος, πάνω ή κάτω από την επιφάνειά του, αδιάφορα από την κατάσταση ή τον προορισμό του, ενώ στην έννοια του «άλλου έργου» περιλαμβάνεται κάθε τεχνητό αντικείμενο, που συνδέεται με το έδαφος και εγκυμονεί κίνδυνο από πιθανή κατάρρευσή του και που, λόγω του τρόπου κατασκευής και της ιδιομορφίας του, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν «κτίσμα».

γ) Η ζημία του τρίτου πρέπει να επήλθε εξαιτίας της πτώσης του κτίσματος ή του άλλου έργου, ολικής ή μερικής. Σαν πτώση νοείται η λύση των τεχνικών συνδέσμων των διαφόρων υλικών του και η ολική ή μερική κατάρρευσή του σύμφωνα με το νόμο της βαρύτητας ή και η ολική ή μερική υποχώρηση κάτω από μία συνηθισμένη δύναμη λ.χ. υποχώρηση μιας σκάλας ή δαπέδου κάτω από το βάρος ανθρώπινου σώματος, η πτώση σκεπής ή τμήματος της σκεπής μιας οικοδομής, όπως και η διαρροή από αγωγό.

Για να απαλλαγεί ο ενδιαφερόμενος πρέπει με τη σειρά του να αποδείξει ότι δεν είναι ο κύριος ή νομέας ή ότι δεν υπήρξε ελαττωματική κατασκευή ή πλημμελής συντήρηση, όπως π.χ. επειδή η πτώση επήλθε λόγω ανωτέρας βίας. Ιδίως, ως ανώτερη βία εννοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό, είτε σχετιζόμενο με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο (γεγονός) στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης του μέσου ανθρώπου, π.χ. ο σεισμός, η καθίζηση του εδάφους, ο κεραυνός, η ασυνήθης καταιγίδα. Δεν απαλλάσσεται όμως ο κύριος από την ευθύνη, όταν το φυσικό γεγονός π.χ. σεισμός ήταν η αφορμή για να εκδηλωθεί η πλημμελής συντήρηση. Κρίσιμο είναι αν το γεγονός της ανωτέρας βίας, όπως τα φυσικά φαινόμενα, αποτελεί τρίτη αιτία για την πτώση της οικοδομής και όχι απλά αφορμή για την εκδήλωση της ελαττωματικότητας της κατασκευής ή την πλημμέλεια της συντήρησης της. ‘Ετσι αν, το γεγονός αυτό προκάλεσε τη μερική ή ολική πτώση της οικοδομής, επειδή η τελευταία είχε κατασκευασθεί ή συντηρηθεί πλημμελώς, ευθύνη του κύριου ή νομέα πρέπει να αναγνωρισθεί, στην έκταση που το υποδεικνύει η θεωρία της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, η σχέση δηλαδή αιτίας και αποτελέσματος.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου