ΝΙΚΗ ΒΟΛΟΥ

Σπύρος Διαμαντάρας: Ακριβώς 35 χρόνια μετά το ιστορικό καρέ τερμάτων

σπύρος-διαμαντάρας-ακριβώς-35-χρόνια-με-175124

35 χρόνια ακριβώς πριν. Στο Εθνικό Στάδιο Βόλου η Νίκη υποδέχεται τον Εδεσσαϊκό για το πρωτάθλημα του βορείου ομίλου της Γ’ Εθνικής την 1η Φεβρουαρίου 1987 και τον συντρίβει με 6-1, με τον σέντερ φορ των κυανόλευκων Σπύρο Διαμαντάρα να πετυχαίνει τέσσερα γκολ με μακρινό σουτ στο 5’ και με κεφαλιές στο 57’, το 63’ και το 86’ (σ.σ. τα άλλα δύο γκολ ο Χαραλαμπίδης από ισάριθμες ασίστ του Διαμαντάρα στο 25’ και το 70’).

Ρεπορτάζ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ

Αυτό το «καρέ» αποτελεί μία ιστορική επίδοση για τις θεωρούμενες μικρές επαγγελματικές κατηγορίες, στις οποίες έχει αγωνιστεί ως επί το πλείστον η Νίκη Βόλου.

Ο 60χρονος σήμερα Σπύρος Διαμαντάρας, που έχει σημειώσει 88 γκολ με τη φανέλα της Νίκης και έχει βραβευτεί γι’ αυτήν την κορυφαία επίδοση σε παλαιότερο ματς των κυανόλευκων με τον Πανσερραϊκό στο Πανθεσσαλικό, επισκέφθηκε τα γραφεία του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ κατόπιν πρόσκλησής μας και θυμήθηκε εκείνο το σημαδιακό ματς για τον ίδιο, διαβάζοντας και μέσα από το αρχείο της εφημερίδας μας το ανάλογο ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα.

Για την ιστορία η σύνθεση της Νίκης σε εκείνη την αναμέτρηση ήταν: Μπακάλης, Παναγιωτόπουλος, Μαργαριτόπουλος, Πετρίκης, Μαρτίου, Χαραλαμπίδης, Μπάρδας, Διαμαντάρας, Τσουκάλης (71’ Γιαννακός), Κουτσιμάνης (44’ Παπαγιαννάκης).

Παράλληλα ο κ. Διαμαντάρας, έκανε μία αναδρομή σε κάποια σημαντικά γεγονότα της καριέρας του, όπως την «κομμένη» μεταγραφή του στην ΑΕΚ, αφού η Νίκη δεν συμφώνησε στο οικονομικό με την αθηναϊκή ομάδα, η οποία και με εισήγηση Αλέφαντου, που τον είχε δει και σε παιχνίδι με τον Εορδαϊκό στον Βόλο, ήθελε να τον εντάξει στο δυναμικό της, χάνοντας ο ίδιος την ευκαιρία για το μεγάλο άλμα.

Αρχικά, για το περίφημο παιχνίδι με τον Εδεσσαϊκό, στο οποίο σκόραρε τέσσερις φορές ο Σπύρος Διαμαντάρας θυμάται: «Τότε είχαμε προπονητή τον Γιώργο Κερμενίδη, έναν εξαιρετικό άνθρωπο. Το ματς με τον Εδεσσαϊκό ήταν ντέρμπι και ειλικρινά δεν περιμέναμε να κερδίσουμε τόσο άνετα και μάλιστα θα μπορούσαμε να φτάσουμε και σε μεγαλύτερο σκορ, αφού είχαμε δύο ακυρωμένα γκολ δικά μου και δοκάρια.

Είχε ξεκινήσει το παιχνίδι με τους καλύτερους οιωνούς και έγινε το 1-0 στο 5ο λεπτό με δικό μου γκολ με σουτ από τα 35 μέτρα, που είναι αυτό που θυμάμαι καλύτερα απ’ αυτό το ματς. Μου έκανε μια μπαλιά ο Τσουκάλης, στόπαρα την μπάλα με το στήθος και εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω πώς το σκέφτηκα, σούταρα κατευθείαν από μακριά, χωρίς να δω καν πού βρίσκεται ο τερματοφύλακας, και μάλιστα με το δεξί, που ήταν το λιγότερο καλό μου πόδι. Είναι αυτό που λένε «αν σε θέλει η μπάλα», γιατί πήγε στο παραθυράκι.

Ο Κερμενίδης είχε τέτοιο χαμόγελο μετά το ματς, που καταλάβαινες ότι έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Ήταν από τα πολύ καλά παιχνίδια της Νίκης στα έξι χρόνια που αγωνίστηκα στην ομάδα. Εκείνη τη μέρα μπορούσα να είχα σημειώσει και επτά προσωπικά γκολ, αν μου «κάθονταν» τα δοκάρια και τα γκολ που μου ακύρωσαν. Είχα μία φοβερή συνεργασία με τον Χαραλαμπίδη, γιατί μου έδινε πάσες και έβαζα γκολ και το αντίστροφο. Όλη η ομάδα βέβαια έβγαζε συνεργασίες.

Σ’ εκείνο το ματς απορούσαμε για το αν ο Εδεσσαϊκός κυνηγά πρωτάθλημα, αλλά δυστυχώς για μας αυτή η ομάδα πήρε στο τέλος την άνοδο στη Β’ Εθνική και εμείς ανεβήκαμε την επόμενη χρονιά.

Μάλιστα, χάσαμε την άνοδο στο τελευταίο ματς με τον Εδεσσαϊκό εκτός έδρας τη μέρα που η Εθνική ανδρών μπάσκετ πήρε το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα (σ.σ. 14 Ιουνίου 1987). Είχαμε χάσει σημαντικές ευκαιρίες μέσα στην Έδεσσα και ηττηθήκαμε με 2-0. Φτάσαμε να παίζουμε την άνοδο εκεί, γιατί είχαμε κάνει προηγουμένως κάποιες γκέλες και τελικά δεν τα καταφέραμε. Ο αντίπαλός μας ήταν πιο τυχερός και δεν ευχαριστήσαμε τους φιλάθλους μας, που είχαν κάνει μεγάλη εκδρομή στην Εδεσσα.

Εκείνη τη χρονιά ήμουν φαντάρος και είχα παίξει γύρω στα 25 ματς από τα 38, όμως βγήκα πρώτος σκόρερ με 26 γκολ. Θυμάμαι πως απ’ όπου σούταρα, η μπάλα πήγαινε μέσα. Πήρα το χρυσό παπούτσι μαζί με τον Κώστα Τσαβαλιά από την Αναγέννηση Καρδίτσας, ο οποίος επίσης είχε βάλει 26 γκολ.

Μπορεί να ακουστεί λίγο εγωιστικό, αλλά το είχα το γκολ, ήξερα πώς θα σουτάρω, πώς θα πλασάρω, πώς θα βάλω το κεφάλι και το πίστευα πολύ. Εχω βάλει και αρκετά δύσκολα γκολ».

Για την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο αργά για τα τωρινά δεδομένα, στα 22 του: «Πρώτη μου ομάδα ήταν ο Ολυμπιακός Βόλου. Στον Βόλο ήρθα λόγω του Τάκη Βαρούτσικου, που είναι θείος μου και ο οποίος έχει παίξει στην ομάδα. Μου πρότεινε να έρθω στον Ολυμπιακό το 1983 στα 22 μου και τότε ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο. Βέβαια, την μπάλα την ήξερα, τη χειριζόμουνα πολύ καλά, αλλά δεν πήγα ποτέ να παίξω σε ομάδα. Μόνο μία φορά στα 14 μου με πήγε ο θείος μου σε τουρνουά που διοργάνωναν ο ΠΑΟΚ, ο Αρης, ο Ηρακλής και η Ξάνθη και είχα βάλει ένα γκολ με μακρινό σουτ. Είχα αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις και ο ΠΑΟΚ με ήθελε, αλλά δεν ήθελε ο πατέρας μου, που μου ζήτησε να κοιτάξω πρώτα τις σπουδές μου.

Ασχολήθηκα με τον στίβο και το άλμα εις ύψος κι αυτό με βοήθησε πολύ στο ποδόσφαιρο, γιατί είχα δύναμη, ταχύτητα και μεγάλο άλμα. Νικούσα στον αέρα ακόμη και τους τερματοφύλακες.

Το μόνο που δεν είχα, ήταν η σωστή τοποθέτηση του σώματος, αλλά αυτά μου τα έμαθε όλα ο Τερζανίδης, που μου έκανε ειδική προπόνηση με αντιπάλους τους Πετρίκη, Μαργαριτόπουλο και Σπυριδάκη, δύο στόπερ και ένα λίμπερο δηλαδή.

Η αλήθεια είναι ότι πριν τον Ολυμπιακό Βόλου δεν περίμενα ποτέ να παίξω μπάλα, αλλά καμιά φορά η ζωή τα φέρνει αλλιώς. Ξεκίνησα με τον Ολυμπιακό στη Β’ Εθνική και την επόμενη έπαιξα στη Γ’ και έβαλα 11 γκολ, αλλά ο Θανάσης Παπαγιάννης ήθελε να με δώσει δανεικό στον Τοξότη. Τελικά, τον έπεισα να με αφήσει ελεύθερο και πήγα στη Νίκη».

Η “κομμένη” μεταγραφή στην ΑΕΚ

Για το παράπονο που έχει από τη Νίκη: «Ο κόσμος της Νίκης με αγάπησε, αλλά το μεγάλο μου παράπονο από την ομάδα είναι ότι μου στέρησε τη μεταγραφή μου στην ΑΕΚ το 1987. Οι μεγάλες ομάδες τότε παρακολουθούσαν τα πρωταθλήματα και της Β’ και της Γ’ Εθνικής. Είχαν στο στόχαστρο και τον Αδαμόπουλο από την Αναγέννηση Καρδίτσας και σε ματς δικό μας στην Καρδίτσα είχα βάλει ένα γκολ που δεν μπαίνει ούτε … με κομπιούτερ.

Ο Χαραλαμπίδης είχε κάνει μία σέντρα από τα δεξιά και η μπάλα είχε πάει παράλληλα με τη γραμμή του άουτ. Πετάχτηκα ανάμεσα από την πλάγια γραμμή της μεγάλης και της μικρής περιοχής και έκανα μία κεφαλιά που πήγε στο απέναντι παραθυράκι. Δεν ξέρω πώς μπήκε αυτό το γκολ, μπήκε πάντως. Ετσι έγινε το 0-1.

Από εκείνο το παιχνίδι και μετά η ΑΕΚ με παρακολουθούσε και το καλοκαίρι πήγα στην Αθήνα και μιλήσαμε με τους κυρίους Τυροβολά και Παρίση, που ήταν γενικοί αρχηγοί. Η Νίκη ήθελε κάτι παραπάνω απ’ αυτό που έδινε η ΑΕΚ και στο τέλος δεν τα βρήκαν, με συνέπεια να μου στερήσουν τη μεταγραφή.

Μετά από ενάμιση χρόνο, έκανε πρόταση στη Νίκη και ο Ιωνικός, για να με αποκτήσει, αλλά και πάλι η Νίκη ζητούσε πολλά.

Θυμάμαι ότι η ΑΕΚ μου είχε προτείνει να μπει όρος στο συμβόλαιο, μόλις τελειώσω την καριέρα μου ν’ αναλάβω γυμναστής της.

Στην ΑΕΚ ξέρανε τα πάντα για μένα, και αγωνιστικά και εξωαγωνιστικά. Μάλιστα, οι εφημερίδες έγραφαν τίτλους «Ο Διαμαντάρας στην ΑΕΚ», αλλά τελικά δεν … έκατσε. Αυτό είναι το παράπονό μου από τη Νίκη. Θα μπορούσαν να με αφήσουν να φύγω για πολλούς λόγους. Θ’ άνοιγε μία πόρτα και για άλλα παιδιά.

Πάντως, είμαι άνθρωπος που κοιτάω τις καλές στιγμές. Μου έχει μείνει πικρία που δεν πήγα στην ΑΕΚ, αλλά δεν θα κατηγορήσω κανέναν. Οποιοσδήποτε ήταν στη θέση μου θα ήθελε να φύγει και να παίξει σε μία μεγάλη ομάδα».

Αμοιβαία αισθήματα για τις ομάδες του Βόλου

Για τα συναισθήματά του για τις δύο ιστορικές ομάδες του Βόλου: «Εγώ αγαπώ και εκτιμώ το ίδιο τη Νίκη και τον Ολυμπιακό Βόλου. Είναι η φύση μου τέτοια. Βέβαια, στη Νίκη έκανα και μεγαλύτερη καριέρα, γιατί αγωνίστηκα έξι χρόνια και στον Ολυμπιακό δύο. Με τη Νίκη βγήκα πρώτος σκόρερ, πήρα το χρυσό παπούτσι και έπαιξα και στην Ολυμπιακή ομάδα. Ο κουμπάρος μου, ο Νίκος Φλάμος, που έχει βαφτίσει και την κόρη μου, ήταν παίκτης της Νίκης. Αλλά και με πολλά παιδιά του Ολυμπιακού Βόλου έχω πολύ καλές σχέσεις, όπως με τον Γιάννη Θεοδωρίδη, τον Δημήτρη Βαϊνά, τον Αντώνη Μάνδαλο. Ωστόσο, στη Νίκη έζησα πιο πολλά χρόνια και πιο πολλές καταστάσεις. Είναι άλλο έξι χρόνια, άλλο δύο».

Ο Σπύρος Διαμαντάρας σταμάτησε νωρίς την επαγγελματική του καριέρα, μόλις στα 33 του το 1994 μετά από έξι χρόνια συνολικά στη Νίκη, όπως σημειώθηκε, δύο στον Ολυμπιακό Βόλου, δύο στον Εθνικό Αστέρα και ένα στον Ηρακλή Βόλου, ενώ ακολούθησε η θέση του παίκτη-προπονητή στη Σκόπελο, όπου ήταν διορισμένος ως γυμναστής.

Πρόσφατα έγινε παππούς και βίωσε μία από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής του, με την κόρη του Ηλιάνα να φέρνει στον κόσμο στις 27 Δεκεμβρίου την εγγονή του.

Ο κ. Διαμαντάρας, τέλος, να τονιστεί ότι είναι και επίσημος διεθνής κριτής στον στίβο στα αγωνίσματα του τριπλούν, του μήκους και του ύψους και συμμετείχε μ’ αυτήν την ιδιότητα στους Παραολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.

Διαβάζοντας μέσα από το ιστορικό αρχείο της εφημερίδας ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα για το παιχνίδι Νίκη-Εδεσσαϊκός 6-1

Το ρεπορτάζ του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ για εκείνο το παιχνίδι

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου