ΤΟΠΙΚΑ

Πίσω στην αγκαλιά των οικογενειών τους ασυνόδευτοι ανήλικοι

πίσω-στην-αγκαλιά-των-οικογενειών-του-398251

Η «Αρσις» ολοκλήρωσε τις διαδικασίες για την επανένωση των δύο νέων παιδιών, που έφυγαν από τις χώρες τους για να μην ακούν βόμβες και βλέπουν νεκρούς

Καρδιοχτύπια στον Ξενώνα Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων «Αρσις» στην Πορταριά. Δύο νέοι ηλικίας μόλις 13 ετών, που έφυγαν από τις χώρες τους, την Παλαιστίνη και το Αφγανιστάν, για να πάψουν να ακούν τις βόμβες και να μη βλέπουν άλλους νεκρούς και αίματα, επανενώθηκαν με τις οικογένειές τους τις τελευταίες εβδομάδες. Αφήνοντας την τύχη τους στα χέρια αδίστακτων διακινητών είχαν χάσει τους ανθρώπους τους και στην Ελλάδα ήταν μόνοι.

Ρεπορτάζ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΡΟΥΓΚΑ

Η συντονίστρια του Ξενώνα Ασυνόδευτων Ανηλίκων «Αρσις» Ιωάννα Ρεπανά λέει ότι όλα τα αιτήματα οικογενειακής επανένωσης ασυνόδευτων ανήλικων γίνονται δεκτά μετά από τις επίμονες προσπάθειες της κοινωνικής μη κυβερνητικής οργάνωσης, που αναζητεί τους συγγενείς των ανήλικων και υποστηρίζει τους ασυνόδευτους. Ετσι ο Α. από την Παλαιστίνη βρίσκεται πλέον με το θείο του στην Ολλανδία, ενώ ο R. από το Αφγανιστάν με τον ανήλικο αδερφό του στην Αγγλία. Οι δύο μικρούληδες μετανάστες μπορούν να ζουν πλέον χωρίς φόβο για τη ζωή. Κάνουν όνειρα.

Ο Ξενώνας Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανήλικων στη Μακρινίτσα φιλοξενεί αυτή τη στιγμή περίπου 30 ανήλικους. Όμως, δεν έχουν όλα τα παιδιά συγγενείς πρώτου βαθμού. Σε μεμονωμένες ευτυχώς περιπτώσεις τα αιτήματα απορρίπτονται, ενώ υπάρχουν ανήλικοι που δεν μπορούν να περιμένουν το χρονοβόρο των πολύμηνων διαδικασιών και παίρνουν τις τύχες τους στα χέρια τους αν και ανήλικοι και μόνοι. Παρά τις επίμονες προσπάθειες της μη κυβερνητικής οργάνωσης, λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών η διεκπεραίωση των αιτημάτων διαρκεί και ένα και δύο χρόνια.

Μπορεί να ζει χωρίς φόβο

Οπως περιγράφει η κ. Ρεπανά, ο Α. γνώριζε ότι είναι πολύ μικρός για να αποφασίσει να φύγει μόνος από τη χώρα του αλλά αναρωτιόταν πώς αλλιώς θα τα κατάφερνε. «Είμαι από τη Παλαιστίνη και έμενα στη Δαμασκό… Μόνο βόμβες, νεκρούς και αίματα είχα να αντικρίσω. Υπήρχαν μέρες που έμενα σε σκηνή χωρίς φαγητό και νερό. Σχολείο… πήγαινα…. όχι πάντα όμως…. Πώς να πας σχολείο μέσα από πτώματα μετά από τις επιθέσεις; Γίνεται; Δεν γίνεται… ούτε να ζήσεις δεν γίνεται!!», έλεγε ο ίδιος.

Η οικογένειά του τον έστειλε να μείνει αλλού, σε άλλη πόλη της Συρίας για να προστατευτεί. «Πώς γίνεται να είμαι τόσο μακριά από την οικογένειά μου τόσο μικρός;», αναρωτιόταν ο ίδιος. «Και όμως το άντεξα, όσο δύσκολο και αν ήταν δεν γινόταν αλλιώς. Εκατσα δύο χρόνια μακριά τους», έλεγε.

Οι γονείς του, του είπαν να φύγει για την Ευρώπη.. την ειρηνική Ευρώπη! Έτσι, έφυγε μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του. Βρήκαν τον διακινητή και πέρασαν μετά από πολλές προσπάθειες στην Τουρκία. Την πρώτη φορά, τους έπιασε η αστυνομία… τους έστειλε πίσω.. «Φοβόμουν πολύ…» θυμόταν ο Α.

Με την τέταρτη φορά τα κατάφεραν και μπήκαν στην Τουρκία. «Ήταν δύσκολο…περπατούσαμε μέσα στα βουνά ατελείωτες ώρες, δίχως φαγητό …ένιωθα σαν να σβήνω… Στην Τουρκία έμεινα 2 εβδομάδες στο σπίτι του διακινητή. Το φαγητό ήταν λιγοστό… Δεν είχα λεφτά να φάω.. έτσι αναγκάστηκα να δουλέψω μαζί με τον αδελφό μου σε βιοτεχνία με ρούχα για να μπορέσω να αγοράσω φαγητό… Δούλευα πολλές ώρες και τα λεφτά δε μου φτάνανε παρά μόνο για λίγα τρόφιμα.

Έτσι, έφυγα από την Τουρκία μόνος μου μαζί με άλλα μικρά αγόρια και τον διακινητή χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω. Ο αδελφός μου παρέμεινε στην Τουρκία γιατί μας χώρισε ο διακινητής. Μπήκαμε σε μια βάρκα για να περάσουμε ένα ποτάμι επικίνδυνο. Και όταν βγήκαμε περπατούσαμε στα βουνά 10 ώρες και φτάσαμε σε μια πόλη… Το όνομα δε το θυμάμαι… φύγαμε κατευθείαν και με πήγαν στη Αθήνα. Εκεί με άφησαν μόνο μου και μου είπαν πρέπει να πάω σε κάποια οργάνωση που ασχολείται με τους πρόσφυγες. Πήγα, ρώτησα και έμεινα για λίγο σε έναν Ξενώνα. Μετά από πολύ λίγο έφυγα και από εκεί και με έφεραν στην ΑΡΣΙΣ, στον Ξενώνα Ασυνόδευτων Ανηλίκων στη Μακρινίτσα. Μου φαίνεται σαν παλάτι!», είπε ο ίδιος στο προσωπικό της οργάνωσης.

Εκεί, ο Α. διαπίστωσε ότι ήταν ο πιο μικρός μέσα στον Ξενώνα. Όλοι, προσωπικό και παιδιά από διάφορες εθνικότητες έγιναν μια μεγάλη αγκαλιά για εκείνο, κάτι το ποίο δεν είχε συνηθίσει μιας και «οι Παλαιστίνιοι, είναι οι άνθρωποι χωρίς πατρίδα». Ο ίδιος ζήτησε να πάει στο θείο του, στην Ολλανδία!

Ο δικηγόρος του εξήγησε τη νόμιμη διαδικασία για την οικογενειακή επανένωση και το αίτημα ασύλου. «Έπρεπε να καταγραφώ στην Υπηρεσία Ασύλου και να περιμένω από 6 μήνες και πάνω για να μάθω εάν γίνομαι δεκτός. Ένα χρόνο μόνο αυτό σκεφτόμουν…. πότε θα φύγω για Ολλανδία στο θείο μου; Θα φύγω ποτέ άραγε; Και όμως, μια μέρα ξύπνησα και μου είπαν πετάς, πετάς για Ολλανδία! Στον Ξενώνα έμεινα ένα χρόνο και 3 μήνες. Με την ανακοίνωση των νέων ακολούθησε ένα μεγάλο πάρτι που είχε ετοιμαστεί από το προσωπικό και μου χάρισαν ένα cd με φωτογραφικό υλικό για να θυμάμαι την στάση μου στην Ελλάδα. Ναι, μετά από όλα αυτά μπορώ να ονειρευτώ χωρίς φόβο για τη ζωή μου εκεί… εκεί στην Ολλανδία, κοντά στο θείο μου!», λέει σήμερα ο ίδιος.

Αρχισε να πιστεύει στα όνειρά του

Οπως περιγράφει η υπεύθυνη συντονίστρια, ο R. από το Αφγανιστάν έφυγε από τη χώρα του γιατί έτσι έπρεπε αν ήθελε να ζήσει. Φοβόταν κάθε μέρα που ξυπνούσε αν θα τους βομβάρδιζαν οι Ταλιμπάν. Άκουγε τις βόμβες και τις φωνές κάθε μέρα και έτρεχε να κρυφτεί… Κοιμόταν και ξυπνούσε με αυτόν το φόβο. «Δεν ήταν ζωή αυτή…. Δεν άντεχα άλλο αυτές τις εικόνες και τους θορύβους», έλεγε στον Ξενώνα.

Ο 13χρονος έζησε με την οικογένεια του πιο μικρός στο Πακιστάν για λίγο. «Ούτε εκεί ήταν καλά. Γυρίσαμε πάλι πίσω. Ο μπαμπάς μου σκοτώθηκε από τους Ταλιμπάν πριν 5 χρόνια. Ο λίγο μεγαλύτερος αδερφός μου έχει φύγει εδώ και δύο χρόνια για την Ευρώπη, την Αγγλία. Εγώ ζούσα μετά την φυγή του αδερφού μου με την μητέρα μου και την μικρότερη αδελφή μου. Για να μην με στρατολογήσουν η μητέρα μου αποφάσισε να φύγω και εγώ.

Όσες φορές μπορούσα να επικοινωνήσω με τον αδελφό μου, μου έλεγε πως ήταν καλά και ήταν ήρεμος, δε φοβόταν. Έτσι ήθελα να νιώσω και εγώ, να κοιμηθώ ήρεμος, χωρίς φόβο για το αύριο. Μια μέρα έφυγα, μαζί με άλλα αγόρια και τον διακινητή. Ήμασταν περίπου 20 άτομα. Δε θυμάμαι πολλά, δε θέλω να θυμάμαι! Πήγαμε από το Αφγανιστάν στο Πακιστάν, Ιράν, Τουρκία και Ελλάδα. Δεν ήταν εύκολα. Περπατούσαμε με αγνώστους, άλλοι σκοτώνονταν από την αστυνομία και άλλοι ήταν τυχεροί και έφευγαν. Με θυμάμαι να σκέφτομαι πού πάω, θα φτάσω εκεί που θέλω και τι θα γίνει μετά, που θα μείνω, πως θα βρω τον αδερφό μου; Περπατούσαμε πολλές ώρες και μόνο βράδυ για να μη μας δει η αστυνομία και μας πιάσει. Ο δρόμος ήταν επικίνδυνος, οι διακινητές μας χτυπούσαν, δεν καταλαβαίναμε τη γλώσσα. Κοιμόμουνα στο δάσος, μέσα στο κρύο δίχως κουβέρτες. Φαγητό δεν μας έδιναν για να μην κουβαλάμε βάρος και να περπατάμε γρήγορα. Ήταν πολύ δύσκολα… Οι διακινητές έλεγαν πριν ξεκινήσουμε ότι υπάρχει θάνατος στη διαδρομή… Αυτό σκεφτόμουν και ήθελα να κλείσω τα μάτια μου και να γυρίσω πίσω…», έλεγε ο ίδιος.

Για το ταξίδι του στην Ελλάδα δεν θυμόταν τίποτα. «Μπήκα μέσα στη βάρκα βράδυ. Ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον, δε μπορούσα να ανασάνω, νόμιζα θα βουλιάζαμε. Ήθελα να τελειώσει όλο αυτό που περνούσα. Δεν ήξερα αν θα φτάναμε. Ξαφνικά άκουσα φωνές και είδα στεριά. Ναι επιτέλους φτάσαμε κάπου. Φτάσαμε στη Λέσβο. Με πήγαν στο camp. Μετά από ένα μήνα ήρθα στον Ξενώνα Ασυνόδευτων Ανηλίκων της ΑΡΣΙΣ στη Μακρινίτσα», περιέγραψε ο ίδιος.

Στο Ξενώνα ο μικρούλης άρχισε να μιλάει στο προσωπικό για τον αδερφό του. Γνώριζε ότι βρίσκεται στην Αγγλία αλλά δεν ήξερε που μένει. Ο δικηγόρος επικοινώνησε με τις υπηρεσίες στην Αγγλία και τον εντόπισε. Ο δικηγόρος έλεγε ότι δεν ήταν εύκολο να επανενωθεί με τον ανήλικο αδερφό του.

«Δεν πίστευα ότι θα γίνει και φοβόμουνα. Σκεφτόμουν τι θα γίνει άμα δε με δεχτούν. Και ο καιρός περνούσε, ενώ εγώ δεν μπορούσα να ησυχάσω και έβλεπα συνεχώς άσχημα. Και όμως όλα γίνονται. Μου φτάνει μόνο αυτό για να συνεχίσω να πιστεύω στα όνειρά μου…», είπε ο ίδιος ανοίγοντας την καρδιά του.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου