ΤΟΠΙΚΑ

Πέρασαν, αλλά δεν ξεχάστηκαν… ~ Κάποτε ήταν όλα διαφορετικά

πέρασαν-αλλά-δεν-ξεχάστηκαν-κάποτε-229746

Νοσταλγικές αναμνήσεις από την πρωτοχρονιάτικη ατμόσφαιρα στον παλιό Βόλο

Πολλά πέρασαν και άλλα τόσα άλλαξαν στο διάβα του χρόνου, με τον παλιό Βόλο να πρωταγωνιστεί στις αναμνήσεις όσων βίωσαν το νοσταλγικό κλίμα μιας άλλης εποχής. Το ρολόι του χρόνου ακολουθεί αντίστροφη πορεία στην ανατολή του 2022, γυρίζοντας στο παρελθόν, πολλές δεκαετίες πριν, τότε που όλα ήταν διαφορετικά. Μπορεί να μην υπήρχαν πλούσια στολισμένα δέντρα, ένα κλαδί γεμάτο με αυτοσχέδια στολίδια ήταν αρκετό, και στο τραπέζι τα απαραίτητα για την περίσταση, αλλά δεν υπήρχε ο φόβος του κορονοϊού, δεν υπήρχε η πανδημία, που έχει αλλάξει άρδην το εορταστικό σκηνικό στον πλανήτη.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Εικόνες άλλων εποχών μεταφέρει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ ο Βολιώτης συγγραφέας και εικαστικός Αρης Βολιώτης, ο οποίος θυμάται: «Το χριστουγεννιάτικο δένδρο ήταν ένα μεγάλο κλαδί από κέδρο που κρεμούσαμε καρύδια τυλιγμένα με χρυσόχαρτο από τα τσιγάρα Ασσος Παπαστράτος. Κουκουνάρια ασπρισμένα και κορδελίτσες κόκκινες. Ανάμεσά τους μερικά μικροπαιχνίδια αγορασμένα από το πατάρι του Αβδελά κι αργότερα από το παιδικό του Κυρανάκη. Και φυσικά κεράκια με στηρίγματα που άναβαν τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς».

Θρυλική η εορταστική βιτρίνα του Αβδελά, έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του κ. Βολιώτη, ο οποίος επισημαίνει ότι «ο Αβδελάς είχε τότε μια πρωτοπορία. Στον καιρό που κανένας σ’ αυτή την πόλη δεν γνώριζε τι είναι το χριστουγεννιάτικο δένδρο, η βιτρίνα του στην Ερμού απέναντι από του Κουτσίνα τούτες τις ημέρες είχε ένα μεγάλο ψεύτικο δένδρο. Φτιαγμένο από βαμμένα πράσινα φτερά κότας και γεμάτο με ένα σωρό πολύχρωμα στολίδια. Με τεχνική βροχή από ίνες γυαλιού και βαμβάκι που παρίστανε το χιόνι».

To γιορτινό τραπέζι λιτό. Κάτι περισσότερο από κάθε συνηθισμένης Κυριακής. Κάποια παιδιά είχαν την τύχη για ένα δώρο, πάντα όμως πρακτικό. Να φοριέται, να χρησιμοποιείται, να διαβάζεται. Λίγοι είχαν τη χαρά να κρατήσουν στο χέρι τους παιχνίδι. «Το δικό μου δώρο εκείνη την Πρωτοχρονιά ήταν μια «μουσαμαδιά» όπως τη λέγαμε, κατάλληλη για τις βροχερές ημέρες, ένα – δύο νούμερα μεγαλύτερη, … «γιατί το παιδί μεγαλώνει» και ένα ζεύγος μπότες γαλότσες, μέχρι κάτω από το γόνατο. Αυτή η μουσαμαδιά τις περισσότερες φορές ήταν και καθημερινό πανωφόρι, άσχετα με τις καιρικές συνθήκες της ημέρας» θυμάται ο κ. Βολιώτης, ανατρέχοντας στα μεταπολεμικά χρόνια.

Επισκέψεις την Πρωτοχρονιά

Πεντακάθαρα τα σπίτια στον Βόλο άστραφταν από τάξη, με τα γιορτινά στρωσίδια να κυριαρχούν και το βελούδινο τραπεζομάντιλο στο τραπέζι, απαραίτητες εορταστικές πινελιές τις καλές μέρες του χρόνου.

Χαρακτηριστικό το πρωτοχρονιάτικο έθιμο στον παλιό Βόλο, με τους άνδρες της κάθε οικογένειας να περνούν από συγγενικά και φιλικά σπίτια για να ευχηθούν καλή χρονιά, την πρώτη μέρα του νέου έτους.

Μικρό παιδί, τότε, ο κ. Βολιώτης θυμάται: «Μετά το σχόλασμα της εκκλησίας το πρωί και μέχρι το βράδυ, με μια διακοπή μεσημεριανή, θα περνούσαν απ’ το σπίτι μας φίλοι και συγγενείς για την «Καλή Χρονιά». Hταν αυτονόητο αυτό το πρωτοχρονιάτικο πέρασμα των ανδρών, που συνοδευόταν με έκφραση ευχών με κέρασμα και ποτό, συνήθως ντόπιο τσιπουράκι ή και κανένα λικέρ μέντα ή μπανάνα, απ’ τα οποία ξεκλέβαμε στα κρυφά καμιά γουλίτσα.

Για μένα ήταν διπλή χαρά, γιατί με το …..«πάρε μαζί σου και τον μεγάλο να ησυχάσει το σπίτι, να ησυχάσουν κι οι μικρότεροι» γινόμουν ακόλουθος του πατέρα στην πρωτοχρονιάτικη διαδρομή από σπίτι σε σπίτι. Πολύ περισσότερο αυτή τη χρονιά που θα φορούσα «το δώρο, το πρακτικό», την καινούργια μουσαμαδιά, άσχετα αν ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό μας».

Κάθε Πρωτοχρονιά είχαν καθιερωθεί πρόγραμμα και δρομολόγιο. «Πρώτα εκκλησία, στη λειτουργία και δοξολογία με τον αδελφοποιτό τον Γιώργο και με τον φίλο μας τον Στέλιο στο δεξιό ψαλτήρι του Χατζημάρκου να κελαηδά σαν το πιο γλυκόλαλο αηδόνι το «Εις Αγιος, Εις Κύριος, Ιησούς Χριστός…» και στη συνέχεια στη γωνία Γκλαβάνη και Αλεξάνδρας, έξω απ’ τον φούρνο του Καραντάου, κουλούρι και φουσκότσιχλα μπαζούκας, απ’ το κασελάκι του Στάθη.

Μετά άρχιζε η περιοδεία από σπίτι σε σπίτι. Ευχές και πάλι ευχές. Hταν σεβαστές οι αποστάσεις που διανύαμε αυτό το πρωινό μέσα στην πόλη, αρχίζοντας πέρα απ’ τη Μεταμορφώσεως απ’ τις οικίες των εξάδελφων Καίτης και Σταυρούλας, περνώντας απ’ τη θεία, στο Σιγαλέικο, απ’ τους Κοντογεωργίου στη Γαλλίας και Κοραή, απ’ του λογιστή μας του κυρ Βασίλη Βασιλικού, απ’ όλους σχεδόν της γειτονιάς μας στην Κουμουνδούρου και φθάνοντας στης κυρίας Αγάλλου στη στροφή της Πολυμέρη με Φιλελλήνων. Ευχές και πάλι για τη Νέα Χρονιά… «πώς πάνε οι δουλειές», … «εσύ μικρούλη μεγάλωσες πια», καμάρι εγώ μέσα στην καινούργια μουσαμαδιά, …«πώς πάνε τα μαθήματα». Να μια πολύ δυσάρεστη αναφορά, ν’ ακούς τη λέξη μαθήματα ημέρα Πρωτοχρονιάς και τέλος «να σας αφήσουμε, έχουμε να ευχηθούμε αρκετούς ακόμη».

Η κατάληξη όμως ήταν πάντα η οικία Κουτσίνα εκεί στο πάρκο και Πολυμέρη. «Ενα σπίτι τελείως διαφορετικό από αυτά που είχαμε συνηθίσει. Τεράστια μπαλκόνια και παράθυρα είχε του Κουτσίνα, με ακόμη μεγαλύτερα δωμάτια, με έπιπλα διαφορετικά, πιο απλά, πιο λιτά που σου δίνανε μια αίσθηση άνεσης και καλαισθησίας» συνεχίζεται η αφήγηση.

«Στην επιστροφή μας η μάνα απαριθμούσε ποιος πέρασε από το σπίτι στην απουσία μας, τις ευχές του και καμιά παραγγελία. Πολλές Πρωτοχρονιές χτυπούσαμε την πόρτα κι από σπίτια που μέχρι τότε δεν επισκεπτόμασταν τις προηγούμενες χρονιές, για να δώσουμε τις ευχές μας και να ξεκινήσει μια πιο ζεστή νέα γνωριμία. Δεν ήταν σπάνιο να βλέπεις να περνά μια μικρή έκπληξη, από τα μάτια της κυρίας του σπιτιού που μας υποδέχονταν, αφού ήταν απρόσμενη η δική μας παρουσία» υπογραμμίζει ο κ. Βολιώτης.

Πολλά άλλαξαν

Τα χρόνια περνούσαν ήρθαν νέοι καιροί, νέες συνήθειες. Το πρώτο και μοναδικό Χριστουγεννιάτικο δένδρο, που στόλιζε για αρκετά χρόνια στη βιτρίνα του Αβδελά, ο κυρ Αντώνης Κλωνάρας, θαρρείς πως έσπειρε και βλάστησε κι άλλα. Ολόκληρες κορυφές από κέδρα και λιόπουρνα απ’ το Πήλιο πωλούνταν στα πεζοδρόμια της Κ. Καρτάλη και ψεύτικα από φτερά κότας βαμμένα πράσινα στα «παιγνιδάδικα».

Στα σπίτια άρχισαν να στολίζουν σιγά – σιγά δένδρα χριστουγεννιάτικα με χρυσωμένα καρύδια και μικρά κεράκια. Η οδός Ερμού παραμονή Πρωτοχρονιάς «γέμιζε ασφυκτικά από περιπατητές που ξεφαντώνανε όσο έπεφτε η νύχτα, με σφυρίχτρες, με καραμούζες και φωνές και τόνους από χαρτοπόλεμο που πετούσε ο ένας στον άλλον».

Οι χοροί και το γλέντι της Παραμονής ήταν το θέμα των ημερών και τα κέντρα διασκέδασης στις δόξες τους. «Ποιος ξενύχτης πια, να ξεκινήσει ανήμερα Πρωτοχρονιάς, για επισκέψεις και καλωσορίσματα;» διερωτάται ο κ. Βολιώτης.

«Η πόλη μας μεγάλωσε κι οι άνθρωποι όσο πήγαινε γίνονταν ξανά μισοάγνωστοι μεταξύ τους, αποκτώντας κι ενστερνιζόμενοι τη φιλοσοφία «της μετασεισμικής πολυκατοικίας», χωρίς αυτό να τους πειράζει διόλου. Οσο απλωνόταν ο Βόλος τόσο χανόταν η ανάγκη να αρχίσει η χρονιά όχι μόνο με ευχές, αλλά και με μια καινούργια επαφή και γνωριμία.

Βλέπεις η Πρωτοχρονιά είναι πάντα, μια χρονική στιγμή που είχε μέσα της την έννοια και την ευχή του «καλότυχου», του «καλορίζικου», τον εξορκισμό της κακοτυχίας και το γούρι. Δεν έκλεινες την πόρτα σου σ’ αυτόν που τη χτύπαγε, για να σου ευχηθεί αυτό, που στο βάθος πολύ επιθυμούσες. Την καλή τύχη και την υγεία» κλείνει η αφήγηση.

Εσφυζε από κίνηση η πόλη

Θρυλικές εποχές ανακαλεί ο συνταξιούχος ιδιοκτήτης μάρκετ Ιωσήφ Χριστοφορίδης, ο οποίος αφηγείται στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ: «Τα παλιά χρόνια η αγορά του Βόλου ήταν πολύ διαφορετική. Ο κόσμος ερχόταν με κέφι στο κατάστημα και ψώνιζε τραγουδώντας, γεμίζοντας μια, αλλά και δύο φορές το καλάθι. Δούλευαν δύο ταμειακές μηχανές και οι πελάτες περίμεναν στην ουρά για να εξυπηρετηθούν». Οι νοικοκυρές προμηθεύονταν έγκαιρα τις πρώτες ύλες για τα γιορτινά γλυκά κι όπως θυμάται χαρακτηριστικά ο κ. Χριστοφορίδης, σε μια περίπου εβδομάδα, πωλούνταν ένας περίπου τόνος ζάχαρη. «Τα παλιά χρόνια η αγορά του Βόλου ήταν πολύ διαφορετική. Εμπαινε ο πελάτης και αγόραζε όλων των ειδών τα είδη, διότι ψώνιζε με άνεση».

Μεγάλες ποσότητες από γαλακτοκομικά προϊόντα, κρέατα και πουλερικά πωλούνταν στα καταστήματα με είδη τροφίμων. Τα ταμεία των εμπόρων γέμιζαν και παρά την κούραση από την πολύωρη ορθοστασία, τα χαμόγελα δεν έλειπαν, το ίδιο και η ελπίδα για τη νέα χρονιά.

«Ζωηρά κίνησις εις την αγοράν»

Τελείως διαφορετική και η εορταστική κίνηση στην αγορά του Βόλου, με την εντυπωσιακά στολισμένη βιτρίνα στο κατάστημα του Αβδελά να τραβά σαν μαγνήτης τα βλέμματα των περαστικών.

Παραμονές Πρωτοχρονιάς η Ερμού γέμιζε κόσμο, ενώ το κλίμα των ημερών περιγράφεται εύστοχα σε σχετικό ρεπορτάζ του ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ το 1958, που επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι «καθ’ όλην την χθεσινήν ημέραν και περισσότερον κατά τας απογευματινάς και τας εσπερινάς ώρας παρετηρήθη ζωηρά κίνησις εις την αγοράν της πόλεως. Ειργάσθησαν περισσότερον τα κρεοπωλεία, τα καταστήματα νεωτερισμών, παιχνιδιών, τροφίμων, τα υποδηματοποιεία, ζαχαροπλαστεία, αρτοποιεία, ανθοπωλεία και τα βιβλιοπωλεία».

Παλιές διαφημίσεις στις σελίδες του εορταστικού ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου