Στις γειτονιές του παλιού Βόλου αντηχούσαν οι φωνές των μικροπωλητών

στις-γειτονιές-του-παλιού-βόλου-αντηχ-775069

Νοσταλγικό σεργιάνι σε καλοκαιρινά στιγμιότυπα του παρελθόντος με την αφήγηση του γνωστού συγγραφέα Αρη Βολιώτη

Μυρωδιές, χρώματα, φωνές, ήχοι και αρώματα συνθέτουν την εικόνα του παλιού Βόλου, τότε που όλα ήταν διαφορετικά. Κάθε εποχή και μια ξεχωριστή ενότητα του παλιού Βόλου, με το καλοκαίρι να αποκτά ξεχωριστή σημασία για τα παιδιά που ξεχύνονταν ξέγνοιαστα στις γειτονιές. Οι κοντινές ακτές βρίσκονταν πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και οι υπαίθριοι μικροπωλητές, σεργιανούσαν στις γειτονιές, διαλαλώντας την πραμάτεια τους.

Ρεπορτάζ: ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΥΔΡΑΙΟΥ

Όλα ήταν διαφορετικά, η πόλη, οι γειτονιές, ακόμη και οι εποχές, που ζωντανεύουν μέσα από την γλαφυρή αφήγηση του γνωστού Βολιώτη συγγραφέα Αρη Βολιώτη. Ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ των αναμνήσεών του στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, αναπολεί το παρελθόν και περιγράφει γλαφυρά την γειτονιά του, «πίσω και πιο πάνω από την σημερινή Πυροσβεστική, κέντρο κι απόκεντρο, εφόσον ζούσαμε ανάμεσα σε δυο δρόμους, την Κουμουνδούρου και την πάροδο 49, σημερινή οδός Μηλεών». Μια ολόκληρη εποχή ζωντανεύει με λόγο και εικόνα, συναισθήματα και νοσταλγία, με την παραστατική αφήγηση του γνωστού Βολιώτη λογοτέχνη, να δίνει χρώμα σε μια εποχή που έφυγε αλλά δεν ξεχάστηκε. «Πρωί, μόλις έφεγγε ακούγονταν μέσα στο στενό: «Γαλατάααας» και ξεπρόβαλε με την τσίγκινη καρδάρα του, κρατώντας στο χέρι το τσίγκινο μισόκαδο κεραστάρι του. Και πρόβαλαν σε αυλές, πόρτες και παραθύρια, οι μανάδες, για να γεμίσουν το τετζεράκι με γάλα, ανάλογα με την φαμίλια. Δεύτερος στην σειρά αν ήταν χειμώνας ακούγονταν ο «Ψαράααας» με το κοφίνι του και την φρέσκια λαχταριστή μαρίδα. Παραλλαγές ήταν το σαφρίδι κι ο γαύρος, γιατί το ψάρι, το χοντρό, το ‘βρισκες μόνο στα ψαράδικα και ήταν για τους λίγους.

Αν ήταν πάλι καλοκαίρι το πανέρι γέμιζε καρπούς και το ντελάλημα ήταν «και κρύα, κρύα σύκα»! Μετά έρχονταν ο Αλέκος, ο εφημεριδοπώλης, που φώναζε «Ρι-Δρο» αρχίζει η αφήγηση. Δυο δρασκελιές το 3ο Δημοτικό, μελίσσι σωστό από τις παιδικές φωνούλες και το κουδούνι που χτύπαγε ο επιστάτης ο κύρ Θόδωρος, χώρια η μπάσα φωνή του κυρίου Διευθυντή, του κυρίου Ντακούλα.

«Πιο πάνω στην Κουμουνδούρου απλώνονταν το σιδηρουργείο «Κασσιόπουλος και Δημητρίου» με τους τόρνους να βογκούν και τις πετρελαιομηχανές να δοκιμάζονται και να σείεται ο τόπος. Ηταν και ημέρες που βάζανε χυτήριο και γέμιζε ο αέρας από εκείνη την «τσίγκινη» γεύση που σε έπνιγε και ας διαμαρτύρονταν οι μεγάλοι. Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται μέχρι τις ημέρες μας, αφού πάμπολλες φορές, ανέπνευσα πρωί – πρωί την ίδια μπόχα που κάλυπτε την πόλη» υπογραμμίζει με καυστική διάθεση.

Το κάρο της δημαρχίας και η σούστα

Κάθε γωνιά της πόλης και μια ανάμνηση, κάθε στιγμή που πέρασε στο παρελθόν και μια αφορμή για αναδρομή στις εποχές της αθωότητας, που εντυπώθηκαν ανεξίτηλα στην σκέψη.

Εικόνες μιας άλλης εποχής αφηγείται ο Αρης Βολιώτης, περιγράφοντας το θρυλικό κάρο της Δημαρχίας, «με εκείνα τα τεράστια άλογα, τα Ουγγαρέζικα, που οι οπλές τους ήταν «ένας τόνος» και κάνανε στην άσφαλτο «μπλαπ-μπλαπ». Και μαζεύανε από τα σπίτια τα σκουπίδια. Άλλη καθαριότητα δεν είχε γιατί κάθε νοικοκυρά φρόντιζε το πεζοδρόμιο της να λάμπει».

Στη συνέχεια ακολουθούσε «ο Αποστόλης με την σούστα ειδικά διαμορφωμένη να παίρνει κανάτια «με νερό Αγριάς», στην ουσία από την Ανεμούτσα. Το νερό της τουλούμπας στον Βόλο δεν πίνονταν κι ήταν γεμάτο άλατα και άλλα. Κι όσοι μπορούσαν το αγόραζαν». Το μεσημέρι η φάμπρικα του σιδηρουργείου έκανε διάλειμμα με την σειρήνα της να ξεκουφαίνει.

Ανάμεσα, κάποιες ημέρες περνούσε η γυναίκα που πουλούσε χόρτα και φώναζε «πολύ ωραίους στίφνους» και άλλοτε ο Αποστόλης ο Καραμούζας με την μπάσα φωνή του διαλαλούσε «τα λούκια τα αποχωρητήρια σας».

Σαν νύχτωνε από την ταβέρνα του Ζαρκάδα που ήταν μαζί με το μπακάλικο στην Κουμουνδούρου κι Αλεξάνδρας, ξεκινούσε ο Μηνάς, ο ψαράς, «φέσι» από το μεθύσι. Τρέκλιζε και παραπατούσε κι όταν έφθανε στο πεζοδρόμιο μας που ήταν φυτεμένη η πρώτη ελιά, αγκάλιαζε τον κορμό της και τραγουδούσε. Κι ένα βράδυ εξομολογήθηκε τον πόνο του: «Ατιμε ντουνιά, έ ρε και να είχα ένα τσουβάλι της ρίγας, λίρες χρυσές τσ’ Αγγλίας»! «Σε λίγη ώρα για να κλείσει η ημέρα περνούσαν οι παρέες, μέσα στο ζεστό βράδυ, με τις πολυφωνικές καντάδες τους και τα υπέροχα τραγούδια, μέχρι να σβηστούν στα πιο πάνω τετράγωνα.. Το βράδυ τελείωνε, με το τρανό ρολόι, στον τοίχο της σκάλας του σπιτιού του Κεραμίδα, να χτυπά και να αναμετρά ώρες και πορεία ζωής», θυμάται.

Κυριακάτικα στιγμιότυπα

Κι απ’ το πολύβουο μελίσσι της καθημερινότητας στην Κυριακάτικη εικόνα της πόλης, με τον πρωινό εκκλησιασμό και τις ανάσες δροσιάς στις κοντινές παραλίες, να βρίσκονται σε πρώτο πλάνο.

«Τις Κυριακές πρωί -πρωί ακούγονταν το κουδούνι από το ποδήλατο του γείτονα, του κυρ Αντώνη που έφευγε για ψάρεμα, απέναντι στα Πευκάκια. Για να γυρίσει νωρίς, να πάει το Κυριακάτικο γιουβέτσι στον φούρνο και το μεσημέρι να μαζευτούν με την οικογένεια Μποζίκη, να πιούν τα κρασάκια τους και με το μαντολίνο να αρχίζουν με το «Σε ηγάπων, σε είχον θεάν μου ….». Νωρίτερα οι καμπάνες από τον Αγιο Νικόλαο και τις άλλες εκκλησίες, καλούσαν στην λειτουργία. Και κάποιες φορές, από το μεγάφωνο του καμπαναριού, ακούγονταν η αυστηρή φωνή του Δεσπότη Ιωακείμ, προς τις γυναίκες, «γιατί πήγαιναν να εκκλησιαστούν με βαμμένα κόκκινα τα χείλια».

«Ποιος όμως τις Κυριακές καλοκαιριάτικα, έδινε σημασία στην πόλη. Όλη η χαρά ήταν συγκεντρωμένη κάτω στην παραλία, στις βενζίνες. Κι ακούγονταν το «…άλλος για τα Πευκάκια», μέχρι να γεμίσει το πλεούμενο και ντούκου- ντούκου να τραντάζεται σύγκορμο, μέχρι να φτάσει σ’ εκείνη την τσιμεντένια μικρή αποβάθρα. Κι ο αέρας μέχρι επάνω στο μαγαζί «Πευκάκια» να μοσκομυρίζει αλμύρα και ιώδιο της θάλασσας, αλλά και καπνό από το πετρέλαιο της βενζίνας» θυμάται με νοσταλγία.

Σαν νύχτωνε γέμιζε κόσμο ασφυκτικά η παραλία. Η βόλτα πέρα- δώθε ήταν ατελείωτη, συμπληρωμένη με πασατέμπο και σταφιδοστράγαλα. «Τα Καφενεία στην επάνω μεριά είχαν τον κόσμο τους, να χαίρεται τα κεράσματα, από σουμάδες, λεμονάδες του Τσαούτου και παγωτά διάφορα. Και στο «Λούξ» να τραγουδά και να χορεύει η 12χρονη «Αστρο της Ανατολής» κι ο Σόμπολας με το σουξέ του στα Ιταλικά «Μαρίνα, Μαρίνα, τι βόλιο, τι πρέμο σκουζά….» . Και πιο πάνω στα «Κύματα» ο Σεϊτανίδης να χαλάει τον κόσμο με τραγούδια κοσμικά και αστεία. Κι οι κινηματογράφοι, οι θερινοί, ο Ορφέας, το Ρεξ, η Θέτις, η Εξωραϊστική να γεμίζουν τον καλοκαιρινό αέρα με μελωδίες αλλά και πιστολιές , ανάλογα με το σενάριο» συνεχίζεται η αφήγηση.

Απόμακρα τις καθημερινές πολλές φορές, ο αέρας έφερνε τον ήχο από την σειρήνα στο εργοστάσιο του Παπαγεωργίου κι άλλες φορές ακούγονταν το σφύριγμα του «Μουτζούρη» καθώς περνούσε την Δημητριάδος.

«Ακόμη στις καθημερινές τα μεσημέρια η Παύλου Μελά γέμιζε από τις «ματσαγκούδες» που κάθονταν ακόμη και στο ρείθρο του πεζοδρομίου, με την αλουμινένια «τάσα» εμπρός τους για να γευματίσουν. Και πιο πάνω στην Οικονομάκη γέμιζε η ταβέρνα του κυρ Αντώνη Περεντίδη, με τους μερακλήδες, που έπιναν την ρετσίνα τους, ακούγοντας τα λαϊκά, τα βαριά και ασήκωτα. Κάποιες φωνές και ήχοι σπαράγματα μνήμης νοσταλγικής» αναφέρει, κλείνοντας την αφήγηση, που δίνει χρώμα και ζωή σε μια εποχή που πέρασε αλλά δεν ξεχάστηκε.

Εγγραφείτε στο Newsletter του Ταχυδρόμου